Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Τους έδειξε μια σκλήθρα Κ' είπε πως ήτανε κεντρί.. Κι' όταν ο γέρο μάντης Εξάνοιξε ’ς την αγκωνή, μελαχρινή λουρίδα, Που πρόβαινε σα σερπετό, του θόλωσαν τα μάτια, Που πιάστηκε η αναπνοά, του αχνίσανε τα χείλη, Βαρειά, βαρειά αναστέναξε κ' εκόπηκε η φωνή του... — Διαμάντη, τι σ' εξάφνισε;... — Οχιά με τον οσκρό της.
Κι αν θέλη ο θεός τα λόγια μου να βγούνε αλήθεια. ΧΟΡΟΣ Περνάει τα σωθικά μου ο φόβος κι ορθές σηκώνουνταί μου οι τρίχες ακούοντας τα παχιά τα λόγια από το φουσκωμένο στόμα ανθρώπων ασεβών, π’ άμποτ΄εδώ από τους θεούς τέλος κακό να βρουν. ΑΓΓΕΛΟΣ Ο έκτος που θα πω είν’ άνθρωπος με γνώση κι αντρεία ξεχωριστή, ο Αμφιάραος μάντης.
Είπα, κ' ευθύς μου απάντησεν ο μάντης Τειρεσίας• 145 «εύκολος θα 'ναι ο λόγος μου και βάλε τον 'ς τον νου σου• όποιον αφήσης των νεκρών 'ς το αίμα να σιμώση, κείνος αλήθειαις θα σου ειπή• και εις όποιον το εμποδίσης, εκείνον πάραυτα θα ιδής να φύγη απ' έμπροσθέν σου».
Μα τώρα ο μάντης καθώς λέει ο πουλολόγος, που κυβερνάει στ’ αυτιά του και στα φρένα, δίχως θυσίας φωτιά, τα μαντικά πουλιά, με τέχνη που δε γελιέται -αυτός τέτοιων χρησμών δεσπότης μας λέει πως αποφάσισαν οι εχθροί τη νύχτα έφοδο φοβερώτατη γι’ αφανισμό μας.
ΕΤΕΟΚΛΗΣ Δεν είμ’ εγώ στολίδια αντρός να με τρομάξουν κι ούτε λαβωματιές δίνουνε τα σημάδια° φούντες, κουδούνια δε δαγκάνουν δίχως δόρυ, κ’ η νύχτ’ αυτή που λες επάνω στην ασπίδα πως είναι, αστράφτοντας με τ’ ουρανού τ’ αστέρια, μάντης μπορεί με κάποια σημασία να γίνη° γιατί αν η νύχτα του θανάτου πέση επάνω στα μάτια αυτού, που το περήφανο έχει το σημάδι, σωστά και δίκια θεν’ αξίζη τ’ όνομά του κι αυτό πόχει να πάθη ο ίδιος θα μαντέψη.
Τούτα ενεργούσε κ' εύχονταν, και αυτού κοντά 'ς την πρύμνη θυσίαζε της Αθηνάς• κ' ήλθε σιμά του ξένος 'που απ' τ' Άργος εξορίζονταν, όπ' είχε ανδροφονήσει, μάντης• απ' τον Μελάμποδα το γένος αυτός είχε, 225 κείνον, 'που, πριν εγκάτοικος 'ς την αρνοθρέπτα Πύλο, πλούτ' είχε μύρια, και υψηλά παλάτια κατοικούσε• κ' έπειτα εξενιτεύθηκε να φύγη απ' τον Νηλέα, άνδρα γενναίον ένδοξον, παρ' όσους είχε ο κόσμος, 'που χρόνον όλον θησαυρούς του εκράτει με την βία, 230 ενώ 'κείνος 'ς τα μέγαρα κλεισμένος του Φυλάκου βασανιζόνταν 'ς άλυτα δεσμά• και του Νηλέα η κόρη εκεί τον έφερε και η τύφλωσ' η βαρεία, 'που 'ς τον νου του 'βαλ' η Εριννύς θεά φοβερωτάτη. και όμως εσώθη κ' έσυρε 'ς την Πύλο απ' την Φυλάκη 235 τους ταύρους, κ' εκδικήθηκε τον θεϊκόν Νηλέα την ανομία, κ' έφερεν εις τον αυτάδελφόν του την νύμφην εις τα σπίτια του• και αυτός εξενιτεύθη 'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητον ότ' ήθελεν η μοίρα εκεί να μένη και πολλών να βασιλεύη Αργείων. 240 αυτού νυμφεύθη κ' έστησε δώμα υψηλό, και δύο ανδρεία τέκνα εγέννησε, Μάντιον και Αντιφάτην• τον μεγαλόψυχον Οικλή εγέννησ' ο Αντιφάτης• ο Οικλής τον Αμφιάραον, εγέρτην των ανδρείων, αυτόν, που υπεραγάπησαν ο αιγιδοφόρος Δίας 245 και ο Φοίβος• πλην δεν έφθασε 'ς του γήρατος την θύρα, αλλά 'ς ταις Θήβαις χάθηκεν απ' τα γυναίκεια δώρα• ο Αλκμαίωνας, και ο Αμφίλοχος εκείνου τέκνα εμείναν• και ο Μάντιος δύο γέννησε, Κλείτον και Πολυφείδη. τον Κλείτον η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τους αθανάτους 250 έφερε για το κάλλος του• τον Πολυφείδη μάντην έκαμε ο Φοίβος έξοχον, και όμοιον δεν είχε ο κόσμος, αφού τον Αμφιάραον ο θάνατος επήρε. χολώθη εκείνος του πατρός, και 'ς την Υπερησία ξενίτευσε, κ' εμάντευε 'ς τα γένη των ανθρώπων. 255
Πρώτα ο Τυδέας μπρος στις πύλες τις Προιτίδες φρουμάζει° μα το ρέμμα του Ισμηνού ο μάντης δεν τον αφήνει να περάση° γιατί δείχνουν όχι καλά οι θυσίες° μα ξεφρενιασμένος εκείνος και διψώντας πόλεμο και μάχη με σουριχτά μεσημερνά χουγιάζει ως δράκος και λούζει με βρισιές το σοφό μάντη Οικλείδη πως μπρος στον πόλεμο απ’ τον φόβο του κωλώνει.
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε• 380 «Είσ' ευγενής, Αντίνοε, και όμως ορθά δεν λέγεις. και ποίος ζήτησ' απ' αλλού ποτέ να προσκαλέση ξένον, αν μ' ήναι χρήσιμος εις το κοινό τεχνίτης, άνθρωπος μάντης ή ιατρός, ή ξυλουργός, ή ακόμη ο θεολάλητος αοιδός, 'που τέρπει τραγουδώντας; 385 των θνητών μόνοι αυτοί 'ς της γης τα πέρατα καλούνται• αλλά πτωχόν, βάρος κακό, κανείς δεν θα καλέση. αλλ' ο κακοτροπώτερος συ των μνηστήρων είσαι 'ς όλους, αλλ' έξοχα 'ς εμέ, τους δούλους του Οδυσσέα. αλλ' αψηφώ σε παντελώς, αρκεί 'ς εμέ να ζήσουν 390 η Πηνελόπ' η φρόνιμη και ο θεϊκός υιός της».
Αυτός ο τρελλός, αυτός ο αγύρτης είναι μάγος ή μάντης, γιατί ξέρει με το νι και με το σίγμα όλη μου τη ζωή και την ύπαρξί μου. Ξέρει πράγματα που μόνον εσύ, εγώ, κι' ο Τριστάνος γνωρίζουμε. Τα ξέρει, ο αλήτης, με της μαγείες του». Η Βραγγίνα απάντησε: «Μην είναι ο ίδιος ο Τριστάνος; — Όχι! Ο Τριστάνος είναι ωραίος, είναι ο καλλίτερος ιππότης, ενώ αυτός είναι κακοφτιαγμένος, απαίσιος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν