United States or Bolivia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' έτρεχε πια το αίμα της τ' αθάνατο, ο νιχώρας, τέτιος που τρέχει απ' τους θεούς τους μυριοβλογημένους, 340 γιατί δεν πίνουν φλογωπό κρασί, δεν τρώνε στάρι, κι' είναι για κείνο αναίματοι κι' αθάνατους τους λένε. Κι' έρηξε αφτή με τις φωνές το γιο της οχ τα χέρια.

Πάντοτ' οι κόρες του Διός υμνούν τους αθανάτους και πάντα υμνούν οι ποιηταί τη δόξα των ηρώων. Θεές οι Μούσες τους θεούς να τραγουδούνε πρέπει, άνθρωποι εμείς και πρέπει μας να τραγουδούμε ανθρώπους.

Πάλ' οι μνηστήρες έρριξαν τα λογχοφόρ' ακόντια, κ' η 'Αθηνά κατώρθωσε πολλά να βγουν χαμένα. άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου, άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη, 275 και άλλουτον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο η λόγχη του Αμφιμέδοντα ξυστά το χέρι επήρε του Τηλεμάχου, 'ς τον αρμό, και ακρόσχισε το δέρμα. απ' την ασπίδ' επάνωθε τον ώμο του Ευμαίου χάραξε και χαμαί 'πεσεν η λόγχη του Κτησίππου. 280 και αυτοί με τον πολύβουλον ανδρείον Οδυσσέα ταις λόγχαις πάλι ακόντισαντο πλήθος των μνηστήρων· ο Οδυσσέας πορθητής τον Ευρυδάμαντ' ηύρε, κ' ηύρε τον Αμφιμέδοντα του Τηλεμάχου η λόγχη, τον Πόλυβον ο Εύμαιος, τον Κτήσιπποτο στήθος 285 ηύρε ο βουκόλος, και σφικτά κατόπιν εκαυχήθη· «Πολυθερσείδη εμπαικτικέ, με την μωρή σου γνώμη να μην επαίρεσαιτο εξής, αλλά τους αθανάτους άφινε, ότ' είναι ανώτεροι πολύ, ν' αποφασίζουν. ιδού, το πόδι οπ' έδωκες του θείου Οδυσσέα, 290 ότετο δώμα εζήτευεν, εγώ σου ανταποδίδω».

Και τους λαχνούς κατόπι 315 παίρνουν και μες σε χάλκινη περικεφαλιά τους σείνουν, πιος θα πρωτόρηχνε απ' τους διο το κοφτερό κοντάρι. Εκεί οι στρατοί τότ' άρχισαν παράκληση να κάνουν, προς τους αθάνατους θεούς σηκώνοντας τα χέρια.

Από τα μάτια μου σταλάζει δάκρυ και η ψυχή μου πόνον έχει πάρη απ' τους ανθρώπους και απ' τους αθανάτους, που αχάριστους θα τους αποδείξω, προδότες της συζυγικής αγάπης.

«Υβριστικοί και απόκοτοι μνηστήρες της μητρός μου, 'ς την τράπεζ' ας τερπώμασθε για τώρα, και αμ' ας παύση ο βοητός' κ' είν' εύμορφο τέτοιον αοιδόν ν' ακούης, 370 ως είναι αυτός, 'που των θεών εις την φωνήν ομοιάζει• αλλ' άμα φέξ', εις σύνοδο θε να καθίσουμ' όλοι, να σας κηρύξω φανερά το σπίτι μου ν' αφήστε• δείπνους αλλού ζητήσετε• τρώγετε τα δικά σας, μ' ανταλλαγή πηγαίνοντας καθείςτο σπίτι τ' άλλου• 375 και αν πάλιν σεις ευρίσκετε καλό και δίκαιο τούτο, ανθρώπου ενός απλέρωτα να φθείρετ' η ουσία, θερίζετε• και βοηθούς εγώ τους αθανάτους θα κράξω, την εκδίκησιν ίσως μου δώση ο Δίας, κ' έτσι εδώ μέσ' απλέρωτα κατόπι αφανισθήτε». 380

Ποια κακή τρέλλα σ’ έπιασε και ποιος από τους αθανάτους σε τέτοια δεινά σ’ έσπρωξε, που δεν υπάρχουν ποιο μεγάλα; Αλλοίμονό σου, δύστυχε, να σ’ αντικρύσω δεν μπορώ, αν και πολλά να σε ρωτήσω θέλω, πολλά απ’ το στόμα σου να μάθω τέτοια είν’ η φρίκη που γεννάς. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο, αλλοίμονο, ο δυστυχισμένος! Σε ποια μεριά της γης με παν, σε ποιο βυθόν ορμητικά κυλά η φωνή μου! Αλλοίμονο!

Και θαν τον τράβαε μάλιστα με πάγκοσμή του δόξα, 165 μα η ανεμόποδη Ίριδα γοργή στον Αχιλέα τρέχει μηνήτρα, και του λέει ν' αρματωθεί, τι η Ήρα κρυφά απ' το Δία και λοιπούς την έστειλε αθανάτους. Και πήγε στάθηκε κοντά και τούπε αφτά τα λόγια «Σήκω, Αχιλέα, ολόπρωτο του κόσμου παλικάρι, 170 βόηθα για το νεκρό!

Όχι, το βάθος τόχει, τον ενθουσιασμό τον έχει, τη &θρησκεία& κάθε αγάπης την έχει. Είναι τη λησμονησιά του &εγώ& που δεν έχει. Να τις ως τόσο κ' οι Κολόννες του Κοτζάμπαση του Ολύμπου, που μ' αθάνατους Θεούς είχε να κάμνη, και πάλι Σύνταγμα δεν τους έδινε! Εδώ είναι που μπορείς να καθίσης, και ζωντανή να την κάμης με τα λόγια την αρχαιότητα.

Είπε, και χαμογέλασε του Κρόνου η θυγατέρα, 595 και μες το χαμογέλιο της απ' το παιδί της παίρνει στα χέρια το καφκί. Κι' αφτός νεχτάρι ζαχαρένιο απ' το κροντήρι βγάζοντας, δεξά κερνούσε γύρω και τους λοιπούς αθάνατους. Και πιάνουν κάτι γέλια τους τρισμακάριστους θεούς!... ατέλιωτα, σαν είδαν να συρταφέρνει ο Ήφαιστος κουτσολαχανιασμένος. 600