United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μου το έδωσε η μαμά, έλεγε, όταν πήγα στο δάσος και ξαναγύρισα. Μου το έδωσε από τη χαρά της, που με ξαναείδε. Κ' η μαμά υπερασπιζότανε την παιδαγωγική της μέθοδο εναντίο κάθε κριτικής, σηκώνοντας ψηλά το μικρό Σβεν μπροστά σε όλους. Ευλογημένη να είναι! Είχε δίκιο.

Ο βαστάζος έκανε όπως τον διέταξε, αλλά όπως οδηγούσε το σκυλί προς την Ζωηδία αυτό έβγαλε διαπεραστικά ουρλιάσματα και την κοίταζε ικετευτικά. Όμως η Ζωηδία δεν του έδωσε καμία σημασία και μαστίγωσε το σκυλί, μέχρι που έμεινε ξέπνοη. Μετά πήρε την αλυσίδα από τον βαστάζο και σηκώνοντας το σκυλί στα πίσω του πόδια κοιτάχτηκαν στα μάτια με λύπη, ενώ δάκρυα άρχισαν να πέφτουν και από τους δυο.

Και σαν έλεγε τίποτις που άρεζε του λαού και τον παινούσανε, σηκώνοντας αυτός το χέρι του αψηλά τους έκαμνε σημάδι να σωπάσουνε, θέλοντας να πη πως το Θεό να δοξάζουν κι όχι κείνονα. Θέματα έπαιρνε διάφορα για τους λόγους του.

Το λέμε, απήντησεν ο καμπούρης, &οι οκτώ δεμένοι ουραγγουτάγκοι,& και είναι αλήθεια ένα παιγνίδι πολύ ευχάριστον όταν ξεύρουν να το παίξουν. — Αυτό είναι δουλειά μας, είπεν ο βασιληάς, σηκώνοντας και χαμηλώνοντας τα φρύδια. — Το ευχάριστον εις το παιγνίδι, συνέχισεν ο Χοπ-Φρωγκ, σύγκειται εις τον τρόμον που προξενεί εις τας γυναίκας. — Τέλεια, εγέλασαν εν χορώ ο βασιλεύς και οι υπουργοί του.

Τότε άρχισε όλος ο στρατός παράκληση να κάνει προς τους θεούς σηκώνοντας τα χέρια· κι' ο καθένας είπε ξανάπε, τα πλατιά κοιτάζοντας ουράνια «Δία πατέρα, ο Αίας μας να λάχει για ο Διομήδης, για ατός του της πολύχρυσης ο βασιλιάς Μυκήνας180 Είπαν, κι' ο Νέστορας τους σιεί. Κι' απ' το χαλκένιο κράνος όξω ο λαχνός πετάχτηκε που κι' όλοι αποθυμούσαν, του Αία.

&Τι έπαθε ο Αγαθούλης με τους Βουλγάρους.& Ο Αγαθούλης, διωγμένος από τον επίγειο παράδεισο, περπάτησε πολύν καιρό χωρίς να ξέρει για πού, κλαίοντας, σηκώνοντας τα μάτια του στον ουρανό, στρέφοντας τα συχνά προς τ' ωραιότερο των παλατιών, που είχε μέσα του την ωραιότερη από τις βαρωνέσσες. Κοιμήθηκε νηστικός μέσα στους αγρούς ανάμεσα σε δυο αυλάκια· το χιόνι έπεφτε σε μεγάλες τουλούπες.

Αυθέντη Κατή, αυτή απεκρίθη, σηκώνοντας το σκέπασμα από το κεφάλι της, εσύ έχεις την δύναμιν εις το να κάνης να φυλάγεται ο νόμος και η δικαιοσύνη τόσον εις τους πτωχούς ωσάν και εις τους πλουσίους· πρόσεχε, σε παρακαλώ, και ας είσαι κατανυκτικός εις τα παράπονά μου, και λάβε ευσπλαγχνίαν της δυστυχίας μου εις την οποίαν ευρίσκομαι.

Κάποιες γυναίκες πετάχτηκαν προς τα πίσω, μερικές έβαλαν τα γέλια σηκώνοντας το πρόσωπο για να τον δουν. «Το συνηθίζουν στον τόπο σου; Μας μπέρδεψε με την ντόνα Έστερ και την ντόνα Ρουθ! Νομίζει πως είμαστε όλες θείες του!»¨ Ο Έφις, στο μεταξύ, αφού κατέβασε τα μαξιλάρια, τα κουβάλησε μέσα στην άδεια καλύβα περνώντας λοξά από το στενό πορτάκι.

Ο βασιλεύς σηκώνοντάς την της είπε, να μην φοβάσαι τίποτα· και έπειτα την ερώτησε το ποία ήτον, και αυτή εν συντομία του επλήρωσε την περιέργειαν· και ύστερον που έμαθε το ποία ήτον, επήρε τον Κουλούφ, και μισεύοντας από εκεί εγύρισαν εις το παλάτι του. Τα αστεία μετωρίσματα, που έκαμεν η Δηλαρά προς τον Κουλούφ, επάνω εις την Γολεδάμ, αγαπητικήν του βασιλέως, επροξένησαν κακά αποτελέσματα.

Εγώ που φυσικά ήμουν αχαμνός εις την κράσιν, ισχνός, και ξηραγγιανός, τότε μάλιστα που είδα τον αξιοδάκρυτον θάνατον των συντρόφων μου, τόσον εφθειρόμουν, που αντίς να παχύνω, αχάμνυνα περισσότερον, στοχαζόμενος τον κίνδυνον της ζωής μου· τότε εκατάλαβα και την πανουργίαν των ανθρωποφάγων εκείνων με τα χόρτα που έδωσαν των συντρόφων μου και έφαγον, διότι σηκώνοντάς τους την αίσθησιν και την γνώσιν του θανάτου, που έμελλον να λάβουν, επάχυναν, καθώς και εσυνέβη.