United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με τα διαπεραστικά βλέμματά του, προσηλωμένα επί του Χίλωνος, ήρχισε να ομιλή βραδέως τονίζων τας λέξεις, όπως εκάστη εξ αυτών κατανοηθή ως διαταγή και παραμείνη διά παντός εγκεχαραγμένη εις την μνήμην του Έλληνος. Ο Κρότων ερρίφθη επάνω, μου ήθελε να με δολοφονήση και να με ληστεύση. Εννοείς! Λοιπόν εγώ τον εφόνευσα, και αυτοί εδώ οι άνθρωποι επέδεσαν τας πληγάς, τας οποίας έλαβα εις την πάλην.

Μπορείτε να βρήτε εκατό χιλιάδες καλύτερες της. Πρώταπρώτα, τα μάτια της είνε μικρά. ΚΛΕΟΝΤ Αυτό είν' αλήθεια, τα μάτια της είνε μικρά· μα είνε τα πλέον φωτερά, τα πλέον λαμπερά, τα πλέον διαπεραστικά και τα πλέον συγκινητικά μάτια που υπάρχουν σ' όλο τον κόσμο. ΚΟΒΙΕΛ Το στόμα της είνε μεγάλο. ΚΛΕΟΝΤ Ναι· μα είνε το πειο χαριτωμένο απ' όλα τα στόματα· στόμα που εμπνέει πόθους.

Ο βαστάζος έκανε όπως τον διέταξε, αλλά όπως οδηγούσε το σκυλί προς την Ζωηδία αυτό έβγαλε διαπεραστικά ουρλιάσματα και την κοίταζε ικετευτικά. Όμως η Ζωηδία δεν του έδωσε καμία σημασία και μαστίγωσε το σκυλί, μέχρι που έμεινε ξέπνοη. Μετά πήρε την αλυσίδα από τον βαστάζο και σηκώνοντας το σκυλί στα πίσω του πόδια κοιτάχτηκαν στα μάτια με λύπη, ενώ δάκρυα άρχισαν να πέφτουν και από τους δυο.

Έτσι τους είπε, κι' έφυγε ο καστανός Μενέλας παντού τηρώντας, σαν αητός π' απ' του ουρανού τα όρνια πολύ πιο διαπεραστικά το μάτι του ξανοίγει, 675 που κι' απ' τα ύψη ο γλήγορος λαγός δεν του ξεφέβγει κρυμένος μες σε σύμπυκνα θυμάρια, μον βουτώντας έτσι άψε σβύσε τον αρπάει και τη ζωή του κόβει· έτσι κι' εσύ, τ' Ατρέα γιε, τ' αστραφτερά σου μάτια κατά των λόχων τους σωρούς παντού τα γύρναες τότες, 680 αν το Αντίλοχο ίσως δεις στον κάμπο ζωντανόνε.

Βιδώνω, βιδώνω κι ο κρότος της σμίλης απάνω στις βίδες που τρυπούν το ξύλο, αχεί διαπεραστικά και μου φαίνεται σα να έτριζα ο ίδιος εγώ τα δόντια από τον πόνο. Όταν όμως τελειώνω, δεν αιστάνουμαι πόνο πια. Είναι σα να μου είχε νεκρώσει η αγωνία του τελευταίου καιρού κάθε ικανότητα να αιστάνουμαι, όπου κι αν κοιτάζω το βλέμμα μου απαντά παντού μόνο άνθη.

Μ' αγριοκύτταξε και μου είπε πάλι: — Δεν ξέρω, σου είπα. Και όμως φαινότανε να ξέρη πολλά πράματα. — Γιατί δεν πηγαίνεις εσύ; τον ξαναρώτησα. Γύρισε και μούρριξε μιαν άγρια ματιά απ' τα βαθειά διαπεραστικά του μάτια και μου είπε: — Γιατί δεν μπορώ να πάω. Δε βλέπεις τα πόδια μου, που είναι πιασμένα;... Πέρα στον κάμπο το άσπρο δρομαλάκι ξεχώριζε μέσα στην πρασινάδα.