Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025


Ανατραφείσα εις την οικίαν της αυστηράς Πομπωνίας, η νεάνις ίστατο ακίνητος εξ αιδούς με τα γόνατα σφιγμένα, τας χείρας επί του τραχήλου, με τα βλέμματα προσηλωμένα εις την γην. Αίφνης ύψωσε τους βραχίονας με απότομον κίνησιν και αφήρεσε τας καρφίδας τας συγκρατούσας την κόμην της· διά κινήσεως της κεφαλής της την κατέρριψε και εκαλύφθη δι' αυτής ως διά μεταξωτής χλαμύδος.

Αλλ' αυτά θα γείνουν, είπεν ο Κρίτων κύτταξε όμως μήπως έχης τίποτε άλλο να παραγγείλης. Ενώ δε αυτός έκαμεν αυτήν την ερώτησιν, ο Σωκράτης δεν απεκρίθη πλέον τίποτε. Αλλ' αφ' ού επέρασεν ολίγος καιρός εκινήθη, και ο άνθρωπος εξεσκέπασεν αυτόν. Και είχε τα μάτια του προσηλωμένα ακίνητα· ο δε Κρίτων, καθώς είδε τούτο, του έκλεισε και το στόμα και τα μάτια.

Ανέκυψε την κεφαλήν, κατεβίβασε τους πόδας, και καθήμενος επί του καναπέ, με τας δύο χείρας στηριζομένας επί του τάπητος, με τα βλέμματα προσηλωμένα προς την θύραν και τα χείλη ημιανοικτά, έμενεν ακίνητος και σιωπηλός.

Είναι εκατέρωθεν προσηλωμένα επί του τοίχου της οικίας, αλλά τόσον ατέχνως και ασθενώς, ώστε θα ενδώσουν εις την ελαχίστην βίαν ή πίεσιν. Ουδεμία ανάγκη να περιμένω μέχρις ου τρίξη και διαρραγή και ο άλλος πάσσαλος. Θα τοποθετήσω και πάλιν το προσκέφαλον εις την σαλευομένην πλευράν του εξώστου. Ίσως ούτω το τέλος επέλθη ταχύτερον. Η Μοίρα προώρισε το πέλαγος ως τάφον της οικογενείας μου.

Του έτεινα την χείρα με σοβαρότατα, εκείνος δε: — Κύτταξε δα, μα κύτταξε λίγο από πάνω και τριγύρω, με λέγει με τον γέλωτα εκείνον τον εσωτερικόν, όστις, εις την θέσιν που ευρισκόμην, μου εφαίνετο απαίσιος . . . Παρετήρησα παντού και τι νομίζετε να είδα; Υπέρ την ασκεπή κεφαλήν του φίλου μου ήσαν κρεμασμένα δύο μεγάλα κέρατα, δεξιά δε και αριστερά των παραστάδων ήσαν προσηλωμένα ανά δύο άλλα, ακριβώς απέναντι των κροτάφων του . . . Έμεινα κατάπληκτος!

Ήθελε, διά να ενεργήση εν γνώσει της υποθέσεως, να μάθη μέχρι τίνος σημείου η ιδέα των μαγειών ήτο εγκεχαραγμένη εις το πνεύμα του Νέρωνος. Με τα βλέμματα ατενώς προσηλωμένα εις έν σημείον του ορίζοντος, ο Νέρων ως απολιθωμένος ήκουε τους παρηγορητικούς λόγους τους οποίους αφθόνως τω παρείχον οι συγκλητικοί και οι ιππόται.

Μας έσπρωξαν εντός αυτής οι ναύται, την μητέρα μου κ' εμέ, και η λέμβος απεμακρύνθη της ακτής. Ο πατήρ μου ερρίφθη εις την θάλασσαν και μας ηκολούθει κολυμβών. Αλλ' οι Τούρκοι ήσαν ήδη επί της παραλίας με τα ξίφη γυμνά, με τα όπλα απαστράπτοντα υπό το φως της σελήνης. Εκράτουν το φόρεμα της μητρός μου, ορθίας εντός της λέμβου, βωβός εκ του τρόμου, με τα βλέμματα προσηλωμένα προς τον πατέρα μου.

Όλα τα βλέμματα ήσαν προσηλωμένα επί του Κρίσπου, όστις εφαίνετο ότι προσεπάθει να αποσπάση από του σταυρού την δεξιάν του χείρα. Έπειτα το στήθος του εσταυρωμένου εκολπώθη, τα πλευρά εφούσκωσαν και έκραξεν: — Ουαί σοι! Μητραλοία! Δολοφόνε! Εις την ύβριν ταύτην, ήτις ελέχθη εις επήκοον όλου του λαού, ο Καίσαρ ερρίγησε και αφήκε τον σμάραγδον να πέση.

Και για να εφαρμόσουν το στοχασμό τους αυτόν έπλασαν το μυθιστόρημα ή, όπως έλεγαν τότε την τέτοια πεζογραφία, τους «ερωτικούς λόγους», όπου τα πλάσματα της φαντασίας μπορούσανε να πάρουνε την κάπως ποιητική μορφή του λόγου χωρίς να μένουνε προσηλωμένα στους κανόνες της ποιητικής τέχνης κι ακόμη και στην ιστορική αλήθεια ή και στην παράδοση.

Αλλέως μέσα ‘ς την σπηλιάν όπου γλυκοκοιμάται θα την ξυπνούσα την Ηχώ, να κάμω να βραχνιάση κ' εκείνης η αέρινη η γλώσσα, τον Ρωμαίον με αντιλάλημα πυκνόν να κράζη μέσ' το σκότος. ΡΩΜΑΙΟΣ Είν' η ψυχή μου που λαλεί και τ' όνομά μου κράζει. Ω! τι γλυκά που αντηχεί ο ασημένιος ήχος μιας φωνής ερωτικής ‘ς τα σκοτεινά, την νύκτα, 'σαν μουσική αρμονική στ' αυτιά προσηλωμένα. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ρωμαίε μου!

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν