United States or Monaco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μ' έπιασε, μ' έπιασε ο Χάρος και με βαστά. Πέντε παρά κάρτο!...» Ξύπνησα τότες με τα σωστά μου. Είταν η ώρα οχτώ. Είχα φανταστή στον ύπνο μου μέσα πως ξυπνούσα. Κοντέβουν τώρα δέκα χρόνια που είδα το φοβερό αφτό τόνειρο και τόγραψα αμέσως το πρωί, να το θυμούμαι. Τι καλά που περνούσαμε τότες στο σπίτι μας στην εξοχή! Ζούσε ο καλός μου ο παπούς. Πρόπερσι πέθανε ο καημένος, εκατό χρονώ γέρος.

Θάτανε μεγάλη αμαρτία να τους χτυπήσω. Κι' αν ξυπνούσα τον Τριστάνο κ' ένας από τους δυο μας έμενε στον τόπο, πολύν καιρό θα μιλούσαν στη χώρα γι' αυτή την ντροπή, Αλλά θα κάμω έτσι ώστε, ξυπνώντας, να καταλάβουν, ότι τους έπιασα κοιμισμένους, ότι δε θέλησα το θάνατό τους, και ότι ο Θεός τους λυπήθηκε». Ο ήλιος, περνώντας από της χαραματιές, έκαιγε το πρόσωπο της Ιζόλδης.

Μ' έτρωγεν η ανησυχία του τί θα γίνωμεν και η φούρκα, όταν εσυλλογούμουν πως είκοσι χρόνια ξυπνούσα πρι φέξη, με τη ψύχρα και τη φουρτούνα, για να μαζέψω μία μία με το ψάρεμμα και το σκάψιμο της λίγες χιλιάδες δραχμές που μ' έφαγαν οι αχρείοι σ' ένα μήνα. Μια νύκτα μ' επαραμόνεψεν η γυναίκα μου οπίσω από την πόρτα, κι' όταν εγύρισα την αυγή, ήρχισε να με βρίζη πως παίζω και παραλώ.

Αλλέως μέσα ‘ς την σπηλιάν όπου γλυκοκοιμάται θα την ξυπνούσα την Ηχώ, να κάμω να βραχνιάση κ' εκείνης η αέρινη η γλώσσα, τον Ρωμαίον με αντιλάλημα πυκνόν να κράζη μέσ' το σκότος. ΡΩΜΑΙΟΣ Είν' η ψυχή μου που λαλεί και τ' όνομά μου κράζει. Ω! τι γλυκά που αντηχεί ο ασημένιος ήχος μιας φωνής ερωτικής ‘ς τα σκοτεινά, την νύκτα, 'σαν μουσική αρμονική στ' αυτιά προσηλωμένα. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ρωμαίε μου!

Τα γλυκά της τα μάτια φεγγοβολούσανε σιμά μου σα μ' έτρωγαν τα βάσανα του Σκολειού, μεγαλήτερα βάσανα τώρα. Πήγαινα να ποτίσω το περιβόλι το βράδυ, και σα Νεράιδα την έβλεπα κ' έτρεχε ανάμεσα στα λουλούδια. Να παίξω πήγαινα με παιδιά, και παραφύλαγε να με τραβήξη, να με πάρη μαζί της. Κοιμούμουν, και στον ύπνο μου ήρχουνταν. Ξυπνούσα, και πάλι σιμά μου την ένοιωθα.