United States or Syria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έλειπε ο καλός μου, που θα γυρίση ο δύστυχος και σαν παιδί θα με κράζη και δε θα με βρίσκη! Όχι, όχι· δε γίνεται. Όνειρο είνε. Και μέσα στόνειρο, άλλο ένα, που τανιστορώ κι αγριεύω σαν αυτή τη δύστροπη νύχτα. Καθούμουνα μονάχη στο παράθυρο.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Μη συλλογείσαι τόσον αυτά τα πράγματα, ειδέ ίσως μας έλθη τρέλλα! ΜΑΚΒΕΘ Μ' εφάνη 'σάν να ήκουα μίαν φωνήν να κράζη: «Ύπνον δεν έχειςτο εξής!

Σκεπτόμενος ότι πάσαν στιγμήν ήτο δυνατόν να ανοιχθώσι τα κιγκλιδώματα, ήρχισε να κράζη μεγαλοφώνως την Λίγειαν και τον Ούρσον, με την ελπίδα ότι, εν απουσία αυτών, κάποιος, όστις θα τους εγνώριζε, θα του απεκρίνετο. Τω όντι άνθρωπός τις, ενδεδυμένος με δέρμα άρκτου, τον έσυρεν από την τήβεννον και του είπεν; — Αυθέντα, έμειναν εις την φυλακήν.

Η Αυτού Μεγαλειότης ευδοκεί ενίοτε να μας κράζη εις τα ανάκτορα ολίγον προ της ώρας του δείπνου και να μας εκθέση είτε διά δραγουμάνου είτε και ο ίδιος, όπως ημπορεί, την υπόθεσιν και τας κυριωτέρας της κωμωδίας του σκηνάς, διανέμων εις έκαστον το μέρος του και εξηγών με πολλάς χειρονομίας πώς εννοεί να παρασταθή.

Ούτε την νύκτα λοιπόν δε μπορώ να γλυτώσω εξ αιτίας σου από την αναθεματισμένη τη φτώχεια; Αν κρίνω από τη μεγάλη ησυχία που είνε έξω και από το κρύο που δεν άρχισε ακόμη, όπως συμβαίνει κατά τις πρωινές ώρες, να με παγόνηαυτό σαν τον καλλίτερο ωροδείκτη με ειδοποιεί ότι πλησιάζει να ξημερώσηδεν είνε ακόμη μεσάνυχτα, και όμως αυτός ο ξενύχτης, ως να τον έχουν βάλη να φυλάττη το χρυσούν δέρας, ήρχισε από νωρίς να κράζη.

Αλλέως μέσα ‘ς την σπηλιάν όπου γλυκοκοιμάται θα την ξυπνούσα την Ηχώ, να κάμω να βραχνιάση κ' εκείνης η αέρινη η γλώσσα, τον Ρωμαίον με αντιλάλημα πυκνόν να κράζη μέσ' το σκότος. ΡΩΜΑΙΟΣ Είν' η ψυχή μου που λαλεί και τ' όνομά μου κράζει. Ω! τι γλυκά που αντηχεί ο ασημένιος ήχος μιας φωνής ερωτικής ‘ς τα σκοτεινά, την νύκτα, 'σαν μουσική αρμονική στ' αυτιά προσηλωμένα. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ρωμαίε μου!

Άλλος κανείς· μήτε ο καπετάν Παλούμπας! Κ' εξακολούθησα ταχτικά να φυσώ τον κόχυλα και να κινώ της καμπάνας το γλωσσίδι με σπαραγμό, λέγεις κ' ήθελα να την σπάσω. — Μπου!... Μπου!... Νταγκ!... νταγκνταγκ!... Εκείνη την ώρα τον καπετάνιο ακούω με φωνή, πεισμωμένη να κράζη κοντά μου το μικρό ναυτόπουλο.

Στάσου να τον φωνάξουμε. Και χωρίς να περιμένη την συγκατάθεση της θυγατρός της, η θεια-Συνοδιά κατέβη εις το ισόγειον, ήνοιξε την εξώθυραν του μύλου, και ήρχισε να κράζη δυνατά·Παγώνα! ε! Παγώνα! Ο τραγουδιστής διήρχετο επί όνου καθήμενος, απέναντι του μύλου, επί της ετέρας κατωφερείας του ρεύματος, κατερχόμενος. μονοπάτι φέρον από του δάσους Αραδιά εις τον αιγιαλόν της Κεχρεάς.