United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι πλείστοι εξ αυτών είχον την άδειαν να περιφέρωνται εντός της οικίας και της περιοχής αυτής, ενδεδυμένοι όπως είναι κανείς ενδεδυμένος όταν είναι υγιής τας φρένας. Γνωρίζων ταύτα, έλαβα όλα τα κατάλληλα μέτρα ευρισκόμενος ενώπιον της κυρίας αυτής, διότι τίποτε δεν με εβεβαίωνεν ότι αυτή δεν ήτο τρελλή. Και πραγματικώς θα ημπορούσα να το πιστεύσω ένεκα της ανησύχου λάμψεως των οφθαλμών της.

Ο μονόλογος ούτος εχρησίμευεν, ούτως ειπείν, ως κέλευσμα εις τους διαπληκτιζομένους. Έμελλε δε να παραταθή και η πάλη και ο μονόλογος του Γύφτου επ' άπειρον, αν δεν εισήρχετο τελευταίον τι πρόσωπον εις την σκηνήν. Το πρόσωπον τούτο ήτο ανήρ μεσήλιξ, αυστηρότατος το ήθος, πλουσίως ενδεδυμένος, και συνωδεύετο υπό έξ στρατιωτών.

Σκεπτόμενος ότι πάσαν στιγμήν ήτο δυνατόν να ανοιχθώσι τα κιγκλιδώματα, ήρχισε να κράζη μεγαλοφώνως την Λίγειαν και τον Ούρσον, με την ελπίδα ότι, εν απουσία αυτών, κάποιος, όστις θα τους εγνώριζε, θα του απεκρίνετο. Τω όντι άνθρωπός τις, ενδεδυμένος με δέρμα άρκτου, τον έσυρεν από την τήβεννον και του είπεν; — Αυθέντα, έμειναν εις την φυλακήν.

Ο Βινίκιος ήτο άνευ τηβέννου, κατά την συνήθειαν, ενδεδυμένος μόνον βαθυκόκκινον χιτώνα, από τον οποίον εξήρχοντο οι γυμνοί και καθαροί βραχίονες του περιβεβλημένοι χρυσά βραχιόλια, ίσως περισσότερον τυλώδεις βραχίονες στρατιώτου, κατάλληλοι διά την ρομφαίαν και την ασπίδα. Έφερε στέφανον εκ ρόδων.

Πτωχός, αλλ' αγαθός οικογενειάρχης Ρώσσος, εκατοίκει μικράν καλύβην χωρίου τινός πλησίον της Μόσχας. Ενώ δε εσπέραν τινά κατεγίνετο περιποιούμενος την πάσχουσαν σύζυγόν του και τα έξ μικρά τέκνα του, ακούει κτύπους εις την θύραν της καλύβης του. Ανοίγει αμέσως· άνθρωπος δε άγνωστος και πενιχρά ενδεδυμένος παρουσιάζεται ζητών φιλοξενίαν.

Εις το άκουσμα εκείνο ανήγειρεν η Ιωάννα την κεφαλήν και έμπροσθεν αυτής ίστατο λευκόπτερος νεανίσκος ενδεδυμένος αστράπτουσαν εσθήτα, ίριδα φέρων επί της κεφαλής, ερυθράν λαμπάδα εις την δεξιάν και ποτήριον εις την αριστεράν.

Ο Καίσαρ, όστις από τινος είχεν εγκαταλείψει τον εξώστην, εφάνη αιφνιδίως επί της ανθοσπαρμένης κονίστρας, ενδεδυμένος πορφύραν και με χρυσούν στέφανον. Δώδεκα αοιδοί τον ηκολούθουν ωπλισμένοι με κιθάρας. Εκείνος με αργυράν βάρβιτον εις την χείρα, εγερθείς επροχώρησε με βήμα επίσημον μέχρι του κέντρου, εχαιρέτισεν επανειλημμένως και ύψωσε τους οφθαλμούς προς τον ουρανόν.

Είνε μικτή συρροή νέων και γερόντων, εκ χωρικών το πλείστον συνισταμένη, αλλά και μετ' άλλων εξ ανωτέρας τάξεως εγκατεσπαρμένων εις τα νώτα της τα αραιά. Εδώ είς σύνοφρυς Φαρισαίος, εκεί ανέτως ενδεδυμένος Ηρωδιανός, ψιθυρίζων πρός τινα Έλληνα έμπορον ή Ρωμαίον στρατιώτην τα ειρωνικά σχόλιά του περί του ενθουσιασμού του πλήθους.

Άλλως, ούτε φίλους είχεν ούτε σχέσεις, ούτε εις καφενείον τον είδε τις ποτε να καθίση, ούτε εις ξένην οικίαν εισήρχετο. Ήσυχος, ολιγόλογος, κατηφής, μετέβαινε τακτικώς εκ της οικίας του εις τα γραφεία των πελατών του και εκείθεν πάλιν οπίσω, πενιχρώς αλλά κοσμίως και καθαρώς πάντοτε ενδεδυμένος.

Όταν εκείνος ο βασιλεύς υπάγη εις περιδιάβασιν κάθεται επάνω εις θρόνον υψηλόν και μεγαλοπρεπή, κατασκευασμένον επάνω εις Ελέφαντα· εις το έμπροσθεν μέρος του θρόνου στέκει ένας αρχιστράτηγος ενδεδυμένος στρατιωτικά χρυσά με χρυσούν σκήπτρον, ομοίως και από το όπισθεν ένας άλλος παρόμοιος, κρατώντας χρυσούν κοντάριον, συντροφιασμένος με όλην την παράταξιν των μεγιστάνων και αρχόντων του παλατίου, προπορευομένων των σωματοφυλάκων έως δέκα χιλιάδες τον αριθμόν· τότε ο έμπροσθεν αρχιστράτηγος μεγαλοφώνως λέγει·