United States or Micronesia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο βασιλεύς ήτο εύσπλαγχνος και ηρέσκετο ν' απονέμη χάριν, επ' αυτού μάλιστα του ικριώματος της αγχόνης, εις πολιτικούς και άλλους καταδίκους, ουδέποτε όμως εχαρίτωσεν εγκληματίσαντα στρατιώτην, θεωρών τούτο ως επιζήμιον εις την πειθαρχίαν. Αντί λοιπόν της ζητηθείσης χάριτος έφθασε μετά τρεις ημέρας εκ Νεαπόλεως η διαταγή να εκτελεσθή η απόφασις ανυπερθέτως.

Ο Γιάννης του Λέκα, νέος εικοσαετής, εφαίνετο ότι έχαιρε μεγάλην χαράν σφόδρα, όταν του έλεγαν ότι θα ήρχετο εκείνον τον χρόνον, διά να τον πάρη στρατιώτην, το περιοδεύον Στρατιωτικόν συμβούλιον. Άρχιζεν αμέσως να κάμνη βήματα, προφέρων: έν γυό, έν γυό, κ' ήτον όλος γέλοια και χαρά.

Ο βασιλεύς κράζει ευθύς ένα του στρατιώτην, και τον προστάζει ευθύς να υπάγη να εύρη τον ιατρόν και να τον παρουσιάση έμπροσθέν του. Ο στρατιώτης κατά την βασιλικήν προσταγήν ευθύς επαρουσίασε τον ιατρόν έμπροσθεν εις τον βασιλέα ως κατάδικον.

Όταν είδε τον στρατιώτην, τον επήρε και υπήγε να δείξη εις το παιδί της κυρίας της τον περίεργον αυτόν ταξειδιώτην, ο οποίος εβγήκε μέσα από το ψάρι. Το παιδί τον έβαλεν επάνω εις την τράπεζαν. — Περίεργον! Όχι! Ναι! Τι σύμπτωσις!

Επεθύμουν, αγάπη μου, να με έβλεπες πολεμούντα σήμερον και να εγνώριζες την βασιλικήν ταύτην τέχνην. Θα έβλεπες ακάματον στρατιώτην. Καλή μέρα σου, καλώς ήλθες· το πρόσωπόν σου δεικνύει άνδρα γνωρίζοντα το καθήκον του πολεμιστού. Εγειρόμεθα ενωρίς διά την εργασίαν την οποίαν αγαπώμεν και μετά χαράς μεταβαίνομεν εις αυτήν.

Αρχαία τις παροιμία έλεγεν: «Οι λόγοι κινούσι, τα δε παραδείγματα ελκύουσιν.» Ο δε Ηράκλειος ήθελε και διά λόγων να κινή και να εξεγείρη το φρόνημα και το αίσθημα του στρατού και διά παραδειγμάτων να ελκύη και να αναγκάζη τον στρατιώτην να μάχεται μετά ζήλου ενθέου. Δεν υπάρχει διά τον στρατόν παράδειγμα ελκυστικώτερον του παραδείγματος του αρχηγού, και μάλιστα όταν ούτος είναι βασιλεύς.

Εγώ δε, αφού σου παρέδωκα το δράμα, φεύγω και σε αφήνω• όταν δε θα έλθη η στιγμή της ψηφοφορίας των κριτών, θα εμφανισθώ και εγώ διά να ίδω αν επετύχαμεν. Γλυκέρα και Θαΐς. ΓΛΥΚΕΡΑ. Θυμάσαι, Θαΐ, τον στρατιώτην τον Ακαρνάνα, εκείνον τον λεβέντην με την χλαμύδα, που άλλοτε είχε ερωμένην το Αβρότονον, έπειτα δε ερωτεύθη εμένα; ή τον ελησμόνησες;

Ημπορούσα τώρα να αποκριθώ πολύ καλά ότι αν εις τον πόλεμον είχομεν τα άλογα μαζί με τες φοράδες, τα άλογα θα ήσαν εντελώς άχρηστα, διότι κάθε φοράδα θα εσήκωνε ένα στρατιώτην με το άλογό του. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι λέγεις; ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Η παρουσία σου θα ανησυχή κατ' ανάγκην τον Αντώνιον, θα απασχολή την καρδίαν, τον νουν και τον χρόνον αυτού, ενώ θα έχη απόλυτον ανάγκην τούτων.

Έκαμαν λοιπόν από μίαν παλαιάν εφημερίδα έν μικρόν πλοιάριον, και έστησαν εις την μέσην τον στρατιώτην, και τον έβαλαν εις το αυλάκι. Αι! πως έτρεχε το νερόν, και πως εκατρακυλούσε· διότι είχε βρέξει πολύ. Έτρεχε και το πλοιάριον με τον στρατιώτην, τα δε παιδία εφώναζαν και εχαίροντο και επηδούσαν.

Ενώ τον εφορμώντα κατ' εχθρικού προμαχώνος στρατιώτην ή τον πνέοντα τα λοίσθια ασθενή υποστηρίζει μέχρι τελευταίαι πνοής η ελπίς ότι ενδέχεται να σωθώσιν, εις μόνον τον κατάδικον επιβάλλεται ν' αντικρύση την απόλυτον βεβαιότητα της επικειμένης αυτού εκμηδενίσεως.