United States or Pakistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήθελε να τα ίδη ακόμη τα παιδία, να χαρή εις την θλιβεράν θέσιν των, να τα ίδη σιγά σιγά καλυπτόμενα υπό της χιόνος, ήτις να υψωθή εις πυραμίδα περιφανή, αιώνιον της ισχύος της μαρτύριον. Κ' έχαιρε τόρα και ανεκινείτο κ' εχοροπήδα ευτυχής διότι το κατώρθωσεν. Αίφνης όμως ερρίφθη προς τα οπίσω έντρομος, λυσσαλέα, στυλωμένους κρατούσα επί της πυράς μεγάλους, κατακόκκινους οφθαλμούς.

Έτρεχεν, έτρεχε πάντοτε, και η ταχεία της αεροδρομία ήρχιζεν ήδη να της αφαιρή την πνοήν, ότε ο φέρων αυτήν ζέφυρος εκόπασε βαθμηδόν, και ήρχισε πάλιν ηρέμα καταβαίνουσα προς την γην. Αλλ' όπως έχαιρε πρότερον, αισθανομένη ότι ανέβαινε, τόσον η συναίσθησις της εναερίου καταβάσεως συνέστελλε τώρα την καρδίαν της.

Κατόπιν της κυρίας ταύτης διαιρέσεως, ήρχοντο άλλαι μυρίαι υποδιαιρέσεις. Η μία συνοικία εκήρυττε πόλεμον κατά της άλλης συνοικίας. Πάσα οικογένεια πόλεμον κατά της άλλης οικογενείας. Παν άτομον πόλεμον κατά του άλλου ατόμου. Ο γείτων δεν έλεγε μίαν καλημέραν, που είνε του Θεού, εις τον γείτονα. Έκαστος έχαιρε να βλέπη τον άλλον δυστυχούντα.

Ιπταμένη άνω εις το κενόν επί των πτερύγων της αύρας, υψουμένη ολονέν και παραλλάσσουσα κάτωθέν της δρυμούς και βουνά, δεν ησθάνετο φόβον, δεν έτρεμε, δεν ηγωνία, αλλ' έχαιρε τουναντίον και ήλπιζεν. Υψώθη ούτω υπέρ τα σύννεφα, και ίπτατο πάντοτε ταχύτερον, οι δε αστέρες έφευγον όπισθεν αυτής, οιονεί ανοίγοντες δρόμον εις την κολπουμένην υπό του εναερίου δρόμου νυμφικών της εσθήτα.

O δε Καμβύσης είπεν ότι έχαιρε μεν διά την σωτηρίαν του, αλλ' ότι εκείνοι οίτινες ανέλαβον να τον σώσωσι δεν έπρεπε να μείνωσιν ατιμώρητοι και ότι θα θανατωθώσι. Τούτο και έπραξε. Πολλά λοιπόν τοιαύτα έπραττε κατά των Περσών και των συμμάχων ο μαινόμενος Καμβύσης. Ενόσω διέμενεν εις την Μέμφιν, ήνοιγεν αρχαίους τάφους και παρετήρει τους νεκρούς.

Τι θα έκαμνεν εκείνος ο οποίος οικοδομεί οικίαν με πολλήν σπουδήν και βιάζει τους εργάτας να τελειώσουν το ταχύτερον, εάν εμάνθανεν ότι μόλις την στεγάση θ' αποθάνη και θα την αφήση εις τον κληρονόμον του, χωρίς να προφθάση ο κακομοίρης να δειπνήση εντός αυτής; Εκείνος δε ο οποίος χαίρει διότι η γυναίκα του εγέννησεν αρσενικό παιδί και έχει καλέση διά τούτο τους φίλους του εις γεύμα και δίδει εις το παιδί το όνομα του πατρός του θα έχαιρε, νομίζεις, αν εγνώριζεν ότι το παιδί εκείνο θ' αποθάνη όταν γίνη επτά ετών; Και η αιτία είνε ότι βλέπει μεν τον πατέρα ο οποίος είνε ευτυχής διότι ενίκησεν ο υιός του εις τους Ολυμπιακούς αγώνας, δεν βλέπει δε τον γείτονα ο οποίος κηδεύει το παιδί του και δεν φαντάζεται από ποίαν λεπτήν κλωστήν κρέμεται η ευτυχία διά την οποίαν χαίρει.

Γινώσκουσα ότι η αδελφή της ήτο προθυμοτάτη να κάμη ό,τι έπρεπε να γείνη διά την υλικήν ευμάρειαν, αυτή, εν βαθεία ταπεινώσει, εκάθισε παρά τους πόδας Του, και ήκουε τους λόγους Του. Η Μαρία δεν ήτο αξία μομφής, διότι η αδελφή της προφανώς έχαιρε με το έργον το οποίον είχεν εκλέξει όπως φροντίση διά τα χρέη της φιλοξενίας, και ήτο λίαν ικανή, άνευ βοηθείας, να ετοιμάση παν το απαιτούμενον.

Έχαιρε τόσον πολύ, διότι συνήντησεν ανθρώπους από το Βωνττ, έλεγεν αυτός· Βωνττ και Βαλαί ήσαν πολύ καλά γειτονικά καντόνια. Εξέφραζε την χαράν του τόσον εγκαρδίως, ώστε δεν ημπόρεσε να παραλείψη η Μπαμπέττα να του σφίξη το χέρι δι' αυτό. Επήγαιναν ο ένας κοντά εις τον άλλον 'σάν να ήσαν παλαιοί γνώριμοι.

Εις Ναύπλιον εύρε και τον Οδυσσέα, και επειδή ουδ' εκείνος δεν έχαιρε την υπόληψιν του κοινού και της Κυβερνήσεως, συνενώθησαν στενώς μεταξύ των διά να βοηθώνται αμοιβαίως εις πάσαν περίστασιν.

Απολέσας δε όλους τους Μήδους όσους είχεν εξαγάγει, συνελήφθη αιχμάλωτος . Πλησιάσας ο Άρπαγος τον αιχμαλωτισθέντα Αστυάγην έχαιρε και τον ύβριζε· μεταξύ δε άλλων δηκτικών λόγων τω ανέμνησε το δείπνον το οποίον ο βασιλεύς προσέφερεν εις αυτόν με τα κρέατα του παιδίου του· τέλος τον ηρώτησε τι εστοχάζετο διά την μεταβολήν εκείνην της βασιλείας εις δουλείαν.