United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κατάδικος ουδέν απολέσας της αταραξίας του, υπήγε να τοποθετηθή αυθορμήτως αντικρύ των τουφεκιστών εις την κανονισμένην απόστασιν δέκα βημάτων απωθήσας τον προσελθόντα να περιδέση κατά το σύνηθες τους οφθαλμούς του διά μαντυλίου δεκανέα.

Ο μεν λοιπόν Άγνων ανεχώρησε πάλιν μετά των πλοίων εις τας Αθήνας, απολέσας εντός τεσσαράκοντα ημερών εκ της νόσου χιλίους πεντήκοντα οπλίτας εκ των τετρακισχιλίων· οι δε προηγούμενοι στρατιώται μείναντες εις την χώραν επολιόρκουν την Ποτείδαιαν.

Επιστρέψας δε ο Αριστεύς εκ της καταδιώξεως και ιδών το επίλοιπον στράτευμα νικημένον εδίσταζε προς ποίον μέρος να υποχωρήση, προς την Όλυνθον ή προς την Ποτείδαιαν απεφάσισε δε συνάζων όσους είχε μαζί του εις όσον το δυνατόν ελάχιστον χώρον να τραπή βιαίως προς την Ποτείδαιαν, και παρήλθε κοντά από την ακτήν της θαλάσσης προσβαλλόμενος δεινώς, ολίγους μέν τινας απολέσας, τους δε πλείστους σώσας.

Εξημέρωσε τέλος η κυριακή, η ημέρα της δημοπρασίας, λευκή, χιονισμένη. Του ουρανού αιθριάσαντος, αι Σποράδες εφαίνοντο ως τεράστια κήτη αναδύσαντα εκ του βυθού, με παλλεύκους χλαίνας. — Ας τα πάρουν κι' άλλοι, γέροντά μου, να ιδούν την γλύκα! Επανελάμβανε τότε ο κυρ-Δημάκης, απολέσας πλέον πάσαν ελπίδα μεταβάσεως εις Σκόπελον, και αυτοπαρηγορούμενος. — Ναι! Ναι! Επεδοκίμαζεν ο ερημίτης.

Ένας έμπορος, απολέσας την περιουσίαν του, και κινδυνεύων να φυλακισθή, ευρέθη κρεμασμένος από μίαν ελαίαν. Τότε εις τους φόβους της τούτους η Θωμαή, μεταβαίνουσα πρωί-βράδυ, ήναπτε τα κανδήλια του Αγίου Γεωργίου, ενός μικρού ναΐσκου, παρά την άμπελον, υπό την σκιάν ελαιών και κυπαρίσσων, να τον φυλάττη ο άγιος, όπου και αν είνε, αν είνε ζωντανός.

Απολέσας δε όλους τους Μήδους όσους είχεν εξαγάγει, συνελήφθη αιχμάλωτος . Πλησιάσας ο Άρπαγος τον αιχμαλωτισθέντα Αστυάγην έχαιρε και τον ύβριζε· μεταξύ δε άλλων δηκτικών λόγων τω ανέμνησε το δείπνον το οποίον ο βασιλεύς προσέφερεν εις αυτόν με τα κρέατα του παιδίου του· τέλος τον ηρώτησε τι εστοχάζετο διά την μεταβολήν εκείνην της βασιλείας εις δουλείαν.

Η τυραννία καθηρέθη ούτω και ο σκοπός μου είχεν εκτελεσθή. Από της στιγμής εκείνης ήμεθα όλοι ελεύθεροι• υπελείπετο μόνον ο γέρων ακόμη, άοπλος, απολέσας τους σωματοφύλακας, μη έχων πλέον τον μέγαν δορυφόρον του, έρημος και μη αξίζων να τον πλήξη χειρ γενναίου ανδρός.

Διασχίσας δε το στρατόπεδον των Αθηναίων, διεσπαρμένον ανά την χώραν και ενασχολημένον περί τας εργασίας της πολιορκίας, ρίπτεται εις την Μεθώνην, και ολίγους μόνον άνδρας απολέσας εις την εισδρομήν εκείνην και την πόλιν έσωσε και ένεκα του τολμήματος τούτου επηνέθη εν Σπάρτη ως πρώτος των ανδρείων.

Ο κλητήρ, κοντός, χονδρός, με ημίσειαν ρίνα, απολέσας το λοιπόν μέρος αυτής έν τινι συμπλοκή, στραφείς είδε την θύραν του καπηλειού κλειστήν πάλιν, έκαμε τον σταυρόν του και εχάθη εις την καμπήν της οδού, φθεγγομένης παράπονα της ρινός του κατά των ανεφαρμόστων αστυνομικών διατάξεων, ενώ ο βαρύς της πιστόλας ήχος εκυλίετο ακόμη εις το ανοικτόν πέλαγος του λιμένος, εποχούμενος επί της μελανής ομίχλης και κροτών ως βαρέλιον πλήρες ήλων.

Φθάσας δε εις την Αλάσκαν και ιδών ότι αληθή ήσαν, όσα τω έλεγεν εις Πειραιά ο γλωσσίτης εκείνος, ερρίφθη εις τα ορυχεία του χρυσού, ως ρίπτεται διψασμένον κτήνος εις την πηγήν, ουδέν άλλο ενθυμούμενος εκ του παρελθόντος, ειμή ότι κάποιος Λαλεμήτρος, απολέσας λίρας, τας οποίας ως σπόγγους είχεν αποσπάσει, μίαν-μίαν, από του πυθμένος της θαλάσσης, εβασανίζετο τώρα να τας ανεύρη εις τα βάθη τα ανήλια του μεταλλείου.