Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Ο καλός Φλώρος βλέπων της φίλης του την ωχρότητα και την ανησυχίαν εζήτει παντοιοτρόπως να κρατήση αυτήν, ικετεύων μετά δακρύων ν' αναβάλη την λιτανείαν. Αλλ' αφού άπαξ εδέχθη το πικρόν ποτήριον, έπρεπεν η Ιωάννα να καταπίη αυτό μέχρι πυθμένος. Άλλως δε αδύνατον πλέον ήτο να οπισθοδρομήση.
Αι κνήμαι του ημιβυθισμέναι εις την θάλασσαν, κρύαν εν τη νυκτί. Φάντασμα, λευκαίνον τα φανταστικά ιμάτιά του. Μάγισσα, μαγεύουσα τα εύμορφα ναυτόπουλα. Με την μίαν χείρα κρατεί κάμακα και προσπαθεί να καμακίση εις το βάθος του σειομένου, του προξενούντος ίλιγγον πυθμένος, πράγμα τι, το οποίον βλέπει και πάλιν δεν βλέπει.
Φθάσας δε εις την Αλάσκαν και ιδών ότι αληθή ήσαν, όσα τω έλεγεν εις Πειραιά ο γλωσσίτης εκείνος, ερρίφθη εις τα ορυχεία του χρυσού, ως ρίπτεται διψασμένον κτήνος εις την πηγήν, ουδέν άλλο ενθυμούμενος εκ του παρελθόντος, ειμή ότι κάποιος Λαλεμήτρος, απολέσας λίρας, τας οποίας ως σπόγγους είχεν αποσπάσει, μίαν-μίαν, από του πυθμένος της θαλάσσης, εβασανίζετο τώρα να τας ανεύρη εις τα βάθη τα ανήλια του μεταλλείου.
Κύπτει προς τα έξω, στηρίζων το στήθος επί του σιδηρού δρυφάκτου, και βλέπει κάτω προς το βάθος του πυθμένος, έξαλλος, αγαλλόμενος. Ο πυθμήν κατηυγάζετο φαεινώς από της αφθόνου λάμψεως του αναμμένου πυρσού. Και μένει εν τη θέσει εκείνη ο γέρων, ακίνητος, αμίλητος, λάμπων από χαράν κρυφήν, βλέπων μετά πάθους κάτω, ως ει ήθελε να ροφήση σχεδόν το ανέκφραστον θέαμα.
Η ολεθρία εκείνη γόησσα, της οποίας το βλέμμα προεκάλει ή ανέστελλε τους πολέμους μου, ο κόλπος της οποίας ήτο ο τελικός σκοπός του βίου μου, με εξηπάτησεν ως γνησία αθιγγανίς, και με εβύθισε μέχρι του πυθμένος της καταστροφής. Ε! Έρως! Έρως! ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Διατί ο σύζυγος μου μαίνεται τόσον κατά της αγάπης του;
Μέταλλο έχει; Αυτό είναι κόζο τ' άλλα είνε μπόσικα! υπέλαβεν εκείνος ηρέμα, και εκένωσε μέχρι πυθμένος το ποτήριόν του. — Εύγα 'ς την ωραία Ελλάδα, σαν θέλης, να ιδής πόσο μέταλλο παίρνεις μ' ένα τέτοιο χαρτί, παρετήρησιν εμβριθώς ο εν αρχή λαλήσας υψηλός συμπότης, ο ομοιάζων με φυλλορροήσουσαν λεύκην.
Είνε παράδοξος ο έρως, πολύ παράδοξος κατάστασις· μεταφέρει τον άνθρωπον ακαριαίως εκ της περιωπής του αγγέλου εις την του θηρίου· κάλλιον ειπείν, συγχέει τας δύο ταύτας ιδιότητας εις βαθμόν ακατανόητον και επικίνδυνον· προξενεί λύπην και χαίρει· ενίοτε προξενών χαράν, ευρίσκει ηδονήν μη συμμεριζόμενος αυτήν· πολλάκις δημιουργεί μόνος την δυστυχίαν, και άλλοτε κενώει την κύλικα της ευδαιμονίας μέχρι πυθμένος, μόνον και μόνον, όπως αναζητήση εν αυτή την μυστηριώδη κόκον της δυστυχίας.
Αμέτρητον δε ήτο το πλήθος των αχιβάδων, των οποίων τα κελύφη, κενά και απόζοντα κατά το πλείστον, απετέλουν τήδε κακείσε το ανώτερον του πυθμένος στρώμα, υποκάτωθεν του οποίου αβολιδοκόπητον υπέκειτο το βάθος της ιλύος, εφ' ης εκόλλησαν πεσόντες οι τρεις ναυαγοί, ο πρώτος επίστομα κύπτων εις τον πυθμένα, ο δεύτερος γονατιστός επί του τενάγους, ο τρίτος πλαγίως εις το πλευρόν.
Το σοφόν δε τούτο απόφθεγμα του συνετού ανδρός, το περιβάλλον τύπον δημοτικής παροιμίας εις αιωνίαν και αιωνίως έγκυρον αλήθειαν, συνώψιζε μεν τότε, ότε το έλεγεν εκείνος, εν ώρα βαρυθύμου πολιτικής απογοητεύσεως, την πολιτικήν ημών κατάστασιν, είμαρτο δε πολλάκις έκτοτε να χρησιμεύση ως πικρόν επίγραμμα της κοινωνικής ημών ζυμώσεως, καθ' ην εφέρετο διαρκώς η ιλύς από του πυθμένος εις την επιφάνειαν.
Εξημερώσαμεν παρά την Λήμνον. Ο άνεμος ηλαττώθη. Τα ιστία όλα πάλιν ανεπετάσθησαν και έπαιζεν ο κόντρας πρωί-πρωί γελαστός, ως νικηφόρος αεροναύτης. Η θάλασσα έστρωσε. Και όταν ανέτειλεν ο ήλιος έλαμπεν η σκούνα ολόκληρος μυρίζουσα θάλασσαν και άρωμα του πυθμένος. Αδάμαντες κατεστάλαζον από τ' ακροστόλια τα ύδατα, ο πώγων του ξυλίνου Ηρακλέους εγυάλιζεν ως ζωντανός ανακινούμενος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν