Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Να ήτο άρωμα να την ροφήση διά μιας; Να ήτο γάλα να την καταπιή; Να ήτο γαλανόν ιμάτιον να την φορέση; Να ήτο μητέρα του να κοιμηθή κοντά της; Πολλαίς φοραίς, την νύκτα με την σελήνην δραπετεύων από τον οικίσκον του, ανήρχετο εις την υψηλήν του Κάστρου κορυφήν όπου εφύλαττεν η βάρδεια, εις το Κανόνι, και δεν εχόρταινε να θεωρή το πέλαγος, απλούμενον γύρω του ως χρυσογάλανον καθρέπτην.
Κύπτει προς τα έξω, στηρίζων το στήθος επί του σιδηρού δρυφάκτου, και βλέπει κάτω προς το βάθος του πυθμένος, έξαλλος, αγαλλόμενος. Ο πυθμήν κατηυγάζετο φαεινώς από της αφθόνου λάμψεως του αναμμένου πυρσού. Και μένει εν τη θέσει εκείνη ο γέρων, ακίνητος, αμίλητος, λάμπων από χαράν κρυφήν, βλέπων μετά πάθους κάτω, ως ει ήθελε να ροφήση σχεδόν το ανέκφραστον θέαμα.
Διακόψας ενταύθα τον λόγον όπως επ' ολίγον αναπαυθή και ροφήση νέαν δόσιν ρακής, εξηκολούθησεν έπειτα διά φωνής, της οποίας αδύνατον μοι είνε να λησμονήσω ή να περιγράψω την αθυμίαν· «Πάντα όσα μέχρι τούδε σε είπον είνε μικρά, ασήμαντα και ανάξια παντός λόγου, παραβαλλόμενα προς άλλην τινά μυριάκις φοβερωτέραν και αναπόδραστον συνέπειαν της προόδου της επιστήμης και του πολιτισμού.
Η μετ' ολίγον επανάληψις του φαινομένου και ο μετριώτερος του ύδατος κροταλισμός παρείχον ήδη ελπίδα τινά δυνατής εξόδου. Κατορθώσαντες να υπερπηδήσωμεν τους κοιμωμένους ημών συντρόφους, εξήλθομεν αδιστάκτως. Ουδέποτε, πιστεύω, έτυχεν άνθρωπος να ροφήση αέρα μεθ' όσης ημείς απληστίας, πλην ίσως του προφήτου Ιωνά, ότε εξήλθε της κοιλίας του κήτους.
Εις την ξυλίνην θύραν του μικρού καφενείου εβρόντησε πάλιν ράβδος βαρεία, ως μοχλός ν' αναμοχλεύση όλην την θύραν, η ράβδος του καπετάν-Παρμάκη, όστις μόλις προφθάσας να ροφήση έν τσίπουρο, να καταιβούν η χολές, που σταθήκανε 'ς τον λαιμόν του από το πρωί, ακούσας κηρυττομένην την νέαν προσφοράν, έσπευσεν εις το καφενείον και χωρίς να εισέλθη φωνάζει κατακόκκινος από της θύρας: — Εικοσιτέσσαρες!
Ο Μανώλης δεν είχε προσέξη έως τότε εις τον ελαφρότατον χνουν ο οποίος επήνθει εις το επάνω χείλος της Πηγής. Τουλάχιστον δεν του είχε κάμη την εντύπωσιν ελαττώματος· μάλλον χάριν και θέλγητρον έβλεπεν εις αυτό. Και όταν εις το χνούδι εκείνο εμάρμαιρον λεπτοί αδάμαντες ιδρώτος, τον κατελάμβανε τρελλός πόθος να ροφήση μ' έν φίλημα την δρόσον εκείνην του κάλλους της.
Έπειτα οι βλάχοι ήρχοντο ο ένας μετά τον άλλον και εκαλημέριζον τον Δημήτρην μετά τόσης αφελείας και προσηνείας ώστε τον έκαμνον να συγκινήται. Ο Νάσος έφερε και παρέθεσε προ αυτού μεγάλην καρδάραν και τον παρεκίνει να ροφήση τον αφρόν. — Πιε, παπού, να ζεσταθής· είπε και η Μπήλιω, δίδουσα εις αυτόν ξύλινον κοχλιάριον με διαφόρους γλυφάς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν