United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και την νύκτα ότε έπεσαν να κοιμηθούν, εις την μίαν άκραν της καλύβας αυτός και εις την άλλην ο Νάσος με την γυναίκα και το παιδί του ήκουσε την αλήθειαν. — Ξέρω κ' εγώ, αδερφέ έλεγεν ο Νάσος σιγά εις την γυναίκα του· έκλεψε σου λένε. — Και τον αφώρεσαν; — Τον αφώρεσαν λέει; δεν αηκούς με μαύρες λαμπάδες και λεβέτια καπνισμένα και αναθέματα!. . . — Για 'κείνο ήρθ' εδώ; — Για 'κείνοαμ' τι;

Τι λες παπού! καλός είνε ο λαμπριάτης μας; ηρώτησεν ο Νάσος τον Δημήτρης επιδεικνύων μετά τινος υπερηφανείας τον παχύτατον αμνόν του. — Καλός, παιδί μου, καλοφάωτος· και του χρόνου να δώσ' ο θεός. — Ο Θεός κι' ο λόγος σου παπού· καλά 'στερνά! Μικρόν κατά μικρόν ήλθεν η νυξ.

Αλλ' ο Δημήτρης ούτε εκεί ούτε εις την καλύβαν ήτο. Ο Νάσος εξήλθε, τον εκάλεσεν επανειλημμένως, εσύριξε, τον ανεζήτησεν εις όλας τας καλύβας, αλλά δεν τον εύρε πουθενά. — Έφυγεν είπεν εισερχόμενος εις την Μπήλιω. Και οι δύο ητένισαν επί μακρόν ο ένας τον άλλον, άφωνοι. — Ο Θεός να τον σχωρέση· είπε τέλος η Μπήλιω, ενώ έν δάκρυ έπιπτεν, ως μαργαρίτης, από τους οφθαλμούς της.

Ήτο τόσον κατακουρασμένος ώστε αν και του εφαίνετο δυσάρεστος εκείνη η συνάντησις, κατά βάθος όμως την επεθύμει και ηκολούθησε τον βλάχον εις την καλύβαν προθύμως. — Μπήλιω!. . . ε, Μπήλιω! εφώναξεν ο Νάσος περιχαρής, μόλις επλησίασαν. — Έι- ου!. . . — Ο παπούς, έβγα, να διής τον παπού!. . .

Ρε, Νάσο· για κάμε 'σα κά' τορό-τορό να ιδής τι γένεται· είπεν εις τον νεαρόν βλάχον ο γέρω Αλέξης, ο γεροντότερος όλων και αρχηγός της οικογενείας, όστις δεν ήμελγεν αλλά στηριζόμενος όρθιος επί της αγκλίτσας του επέβλεπε τας εργασίας. Ο Νάσος υπήκουσεν ευθύς και λαβών την αγκλίτσαν του διηυθύνθη προς τον Δημήτρην. — Ούρντε, να! ούρντε!. . . εφώναξε προς τους σκύλους πλησιάζων.

Ο Δημήτρης τους εμιμήθη αλλ' ο ύπνος δεν ήρχετο ν' αναπαύση τα μέλη του ο πυρετός τον κατέκαιεν. Η ιδέα του παθήματός του και ότι το έμαθον ο Νάσος και η Μπήλιω, οι μόνοι απομείναντες φίλοι του, επέτεινον την εκ του πυρετού αγρυπνίαν. Ηγείρετο και κατέπιπτεν επί της στρωμνής του, κατέπιπτε και ηγείρετο αλληλοδιαδόχως.

Η ημέρα εκείνη είνε δι' αυτούς ό,τι ο αύγουστος διά τους σταφιδοκτήμονας. Τότε γεμίζει από χρήματα το κεμέρι και παρουσιάζονται, ως λέγει η παροιμία, προ του δανειστού των με το στήθος προτεταμένον, ζητούντες τα δεφτέριά του. Ο Νάσος δεν είχε πολλά αρνία να πωλήση.

Ο εργάτης εξ αρχής είχεν αναγνωρίσει το μέρος όπου η τύχη τον έφερεν. Αλλά φοβούμενος μήπως πάθη και παρά των βλάχων ό,τι παρά των συγχωρικών του, ηθέλησε να κρυβή και θα έφευγεν, αν ήτο δυνατόν, πριν περικυκλωθεί από τους σκύλους. Ιδών όμως την χαράν με την οποίαν ο Νάσος τον υπεδέχετο, εσκέφθη ότι ούτος ή δεν ήξευρε τίποτε ή συνεπάθει εις την δυστυχίαν του.

Τω όντι ο Δημήτρης ήτο μακράν της καλύβας. Αφ' ης ώρας εβεβαιώθη ότι ο Νάσος και η Μπήλιω έμαθον την κατάραν που εβάρυνεν επ' αυτού είχεν αποφασίσει να φύγη. Ηννόει μόνος του ότι, όσον και αν τον ηγάπων, δεν ηδύναντο να τον έχουν δίχως ενδοιασμούς και φόβους πλησίον των.

Έπειτα οι βλάχοι ήρχοντο ο ένας μετά τον άλλον και εκαλημέριζον τον Δημήτρην μετά τόσης αφελείας και προσηνείας ώστε τον έκαμνον να συγκινήται. Ο Νάσος έφερε και παρέθεσε προ αυτού μεγάλην καρδάραν και τον παρεκίνει να ροφήση τον αφρόν. — Πιε, παπού, να ζεσταθής· είπε και η Μπήλιω, δίδουσα εις αυτόν ξύλινον κοχλιάριον με διαφόρους γλυφάς.