United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεύτερος τον εμιμήθη ο συγγενής του μακαρίτου, και τελευταίος έφυγεν, άμα είδεν ότι απεμονώθη, ο Κ., ο επιχειρηματίας και εραστής της Λουκρητίας. Και ούτως εφηρμόσθη και εδώ, όπως πάντοτε, το Ευαγγελικόν: &Και Έσονται οι πρώτοι έσχατοι, και οι έσχατοι πρώτοι.&

Εάν ο Κοριολάνος εκ της παιδικής ηλικίας ανετρέφετο πρεπόντως, ίσως ενήλιξ δεν ήθελεν έχει τα ελαττώματα ταύτα, τα οποία επί τέλους εκορύφωσαν την κατ' αυτού αγανάκτησιν του Ρωμαϊκού λαού, και επροκάλεσαν την εκ της Ρώμης εξορίαν του. Εξορισθείς δε από την Ρώμην, ούτε τον Θεμιστοκλέα ούτε τον Αριστείδην εμιμήθη. Ο οργίλος και υπερήφανος χαρακτήρ του επροκάλεσε το βδελυρόν πάθος της εκδικήσεως.

Αλλ' οι Τύραννοι, ως επί το πλείστον θρασύδειλοι, φεύγουν τότε έντρομοι μακράν των Αθηνών, και ούτως ο Θρασύβουλος επαναφέρει την αυτονομίαν και την ελευθερίαν εις την πατρίδα του, απαλλάττων αυτήν από τα δεινά και τα βάσανα της τυραννίας. Το αξιομίμητον παράδειγμα του φιλοπάτριδος Θρασυβούλου εμιμήθη και ο μέγας πολίτης των Θηβών Πελοπίδας.

Τι ήσαν αι κατά του φίλου του Φρειδερίκου ακαδημαϊκού Maupertuis σάτυραι, ας τόσον θαυμάζει ο Μακωλέϋ , ή δριμείαι προσωπικαί επιθέσεις ηρτυμέναι με αμφιβόλου ποιότητος αστεία; Δια πόσας σατύρας του Βολταίρου δεν δύναται τις να είπη το αυτό; Εξ άλλου είνε γνωστόν ότι ο Βολταίρος εδημοσίευσε σατύρας υπό ονόματα φίλων του· και κατά τούτο τον εμιμήθη ο Ροΐδης .

Οίμοι! δυστυχής τις έκρουε την θύραν σου, τον οποίον ο βορράς κατεδίωκε, και εμιμήθη τον στεναγμόν του διά ν' απατήση αυτόν. Δυστυχής, τον οποίον έτυπτεν η παγωμένη βροχή, και έχυνεν ίσον ποσόν δακρύων, διά να θερμανθή με την θέρμην του άλγους του. Δυστυχής, τον οποίον είς Θεός άγιος εγκατέλιπεν άνευ στέγης, και ήρχετο ίνα ζητήση αυτήν από ένα άνθρωπον αμαρτωλόν!. . . — Περίμενε!

— Ε Θεέ μου, και νάπεφτες μέσα, Ξενούλα! είπε με αλλόκοτον γέλωτα η Φραγκογιαννού. Τι λευθεριά θάκανες της μάνας σου! — Ε! Σε μου, τσαι νάμπεμπες μπέσα! εμιμήθη παρωδούσα την φωνήν η Ξενούλα! Τσι λελυγιά τσάκαλες τσης μπάμιας σου! Είχεν ανασηκωθή ολίγον, και πάλιν έκυψε βαθύτερον ή πριν.

Ως λέγουσιν οι Αιγύπτιοι ο Χέοψ ούτος εβασίλευσε πεντήκοντα έτη· μετά τον θάνατόν του δε εκληρονόμησε την βασιλείαν ο αδελφός του Χεφρήν όστις τον εμιμήθη καθ' όλα· έκτισε και αυτός πυραμίδα ως εκείνος, μικροτέραν όμως· την εμέτρησα εγώ ο ίδιος· μήτε υπόγεια οικήματα έχει, μήτε διώρυχα φέρουσαν μέχρι της βάσεώς της το ύδωρ του ποταμού, ως έχει η άλλη την οποίαν η παροχέτευσις του Νείλου καθίστα νήσον εν τη οποία ως λέγεται κείται το σώμα του Χέοπος.

Κατηγορήθη ως λογοκλόπος ο Ροΐδης. Και είναι βέβαιον ότι εδανείσθη «ου τη χειρί αλλ' όλω τω θυλάκω». Παρέλαβεν από άλλους συγγραφείς όχι φράσεις, αλλά μεγάλας περικοπές, εμιμήθη φιλολογικά στρατηγήματα. Και πριν ή ανακαλύψουν τούτο οι αντιποιούμενοι προς αυτόν την διεύθυνσιν της Εθνικής Βιβλιοθήκης, εφρόντισε να μας το δηλώση.

Ο Δημήτρης τους εμιμήθη αλλ' ο ύπνος δεν ήρχετο ν' αναπαύση τα μέλη του ο πυρετός τον κατέκαιεν. Η ιδέα του παθήματός του και ότι το έμαθον ο Νάσος και η Μπήλιω, οι μόνοι απομείναντες φίλοι του, επέτεινον την εκ του πυρετού αγρυπνίαν. Ηγείρετο και κατέπιπτεν επί της στρωμνής του, κατέπιπτε και ηγείρετο αλληλοδιαδόχως.

Η οργή της Ηρωδιάδος εξέσπασεν εις καταρράκτην ύβρεων χυδαίων και αιμοσταγών. Έσπασε τους όνυχάς της εις τα κικγλιδώματα της εξέδρας, και οι δύο λαξευτοί λέοντες, εφαίνοντο ως να έδακνον τους ώμους της, και να εβρυχώντο όπως εκείνη. Ο Αντίπας την εμιμήθη, οι ιερείς, οι στρατιώται, οι Φαρισαίοι, όλοι εζήτουν εκδίκησιν, ενώ οι άλλοι ανυπομόνουν, διότι εβράδυνον να εκπληρώσουν την επιθυμίαν των.