United States or Bosnia and Herzegovina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί επιπεσών εφόνευσε τους συνοδεύοντας τον Σταμούλην οθωμανούς, συλλαβών δε ζώντα τον βδελυρόν δήμιον απήγαγεν επί την κορυφήν του λόφου και τεταρτίσας αυτόν, εκρέμασε σταυροειδώς τα τεμάχια επί τεσσάρων δένδρων και έκτοτε η θέσις εκείνη επωνομάσθη Σταυροί.

Εάν ο Κοριολάνος εκ της παιδικής ηλικίας ανετρέφετο πρεπόντως, ίσως ενήλιξ δεν ήθελεν έχει τα ελαττώματα ταύτα, τα οποία επί τέλους εκορύφωσαν την κατ' αυτού αγανάκτησιν του Ρωμαϊκού λαού, και επροκάλεσαν την εκ της Ρώμης εξορίαν του. Εξορισθείς δε από την Ρώμην, ούτε τον Θεμιστοκλέα ούτε τον Αριστείδην εμιμήθη. Ο οργίλος και υπερήφανος χαρακτήρ του επροκάλεσε το βδελυρόν πάθος της εκδικήσεως.

Και διά τούτο, δι' ολίγων αταράχων λέξεων, ο Ιησούς συνέτριψε το βδελυρόν σόφισμα εις κόνιν. Έδειξεν αυτοίς το βαναύσως παράλογον της υποθέσεως ότι ο Σατανάς ηδύνατο να εκβάλλη τον ίδιον Σατανάν. Δι' ακαταμαχήτου επιχειρήματος τους απεστόμωσεν αναφερόμενος εις τους ιδίους εξορκισμούς των, τους οποίους μετεχειρίζοντο τόσον συχνά αυτοί και οι μαθηταί των.

Ω, ω, μου λέγει εκείνος ο κριτής, ευθύς που με είδεν, εφέρθης τέλος πάντων εις την εξουσίαν μου· μη στοχάζεσαι, ω παράνομε, να αποφύγης τον θάνατον που σου τυχαίνει· είνε πολλά μακρυνός καιρός, που μολύνεις τον αέρα με τες παράνομες πράξεις σου, και πρέπει να καθαρισθή από ένα βδελυρόν μάγον ετούτην την στιγμήν και ούτω λέγοντας επρόσταξε τον αναΐππην του, να με φέρουν εις την μέσην της αγοράς να με θανατώσουν.

Ας ακουσθούν αι σάλπιγγες, και αν κανένας άλλος δεν έλθη με τα όπλα του εδώ να σ' αποδείξη ψεύτην, προδότην βδελυρόν, χίλιαις φοραίς προδότην, ιδού, εγώ σε προκαλώ. Κι' ούτε ψωμί θα φάγω εάν μ' αυτό μου το σπαθίτο στήθος σου επάνω δεν σ' αποδείξω άξιον των όσων σου προσάπτω! ΡΕΓ. Πονώ, πονώ! Είμ' άρρωστη! Αν άρρωστη δεν είσαι, δεν θα πιστεύσωτο εξής ποτέ μου εις φαρμάκι.

Ζωηρά συνομιλία υπήρχεν από τινος μεταξύ των πληρούντων το καταγώγιον, όπερ αμυδρώς μόλις εφώτιζε ρυπαρός φανός, κρεμάμενος από μελανής δοκού της οροφής· μορφαί δε πολυποίκιλοι και παράδοξοι, τεταγμέναι περί μακράν τράπεζαν, ήτις ήτο ποτε πρασίνη, συναπετέλουν θέαμα βδελυρόν, όπου ανεμιγνύοντο η αναίδεια, η αποκτήνωσις και η ρυπαρία.

Η εγγύς παρουσία της μαύρης εκείνης ανομίας, η έλλειψις και της παθητικής ακόμη ταπεινώσεώς του να συγκινήση ή να θίξη τον βδελυρόν σκοπόν του ανθρώπου, ετάραξε την ανθρωπίνην καρδίαν του Ιησού μέχρι των βαθυτάτων μυχίων της, και απέσπασεν απ' Αυτού εν τη αγωνία Του την σαφεστέραν ακόμη πρόρρησιν, «Αμήν, αμήν, λέγω υμίν, ότι είς εξ υμών παραδώσει Με». Την νύκτα εκείνην όλοι, και οι πλέον αγαπημένοι, έμελλον να Τον εγκαταλίπωσιν, αλλά δεν ήτο τούτο· την νύχτα εκείνην και ο ευτολμότερος την καρδίαν έμελλε να Τον αρνηθή μεθ' όρκου, αλλά δεν ήτο τούτο· όχι, αλλ' είς εξ αυτών έμελλε να Τον παραδώση.

Τότε εσηκώθηκεν αυτή, που εκάθητο σιμά εις εκείνον τον βδελυρόν και μαύρον αράπην αγαπητικόν της, ωσάν μία λάμια θυμωμένη εναντίον μου, και λέγει μου· αχ σκληροκάρδιε και απάνθρωπε· εσύ είσαι εκείνος που μου επροξένησας τόσας λύπας και αναστεναγμούς; εκαμώθηκα έως τώρα ότι δεν ηξεύρω· το σκληρόν και απάνθρωπόν σου χέρι είνε εκείνο, που κατήντησε το υποκείμενον της αγάπης μου εις τοιαύτην ελεεινήν κατάστασιν και τώρα λαμβάνεις τόσην αυθάδειαν να έλθης και εδώ να με ενοχλήσης και να με φέρης εις τελείαν απελπισίαν; Εγώ θυμωμένος της απεκρίθηκα· εγώ είμαι βέβαια που ετιμώρησα αυτόν τον βρωμερόν αράπην ως του ήρμοζεν αλλ' έπρεπε με τον ίδιον τρόπον να τιμωρήσω και εσένα· δεν δύναμαι πλέον να υπομείνω την αυθάδειαν και αδιαντροπίαν σου, και εσήκωσα το σπαθί διά να την αποκεφαλίσω.