United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τελειώσατε μίαν φοράν, είπε τότε ο βασιλεύς· παύσετε τούτες τες διάλεξες, που δεν μου φανερώνουν εκείνο, που θέλω να ηξεύρω· σεις με τα λόγια σας με συγχίζιτε, και δεν ημπορώ να γνωρίσω την αληθή γυναίκα μου· μια βέβαια από εσάς είνε μάγισσα, που πάσχει να με πλανέση, μα δεν είνε δυνατόν να την καταλάβω, και φοβούμαι ότι θέλοντας να παιδεύσω την πταίστριαν, να μην παιδεύσω την άπταιστον.

Όχι, μου απεκρίθη, δεν το ηξεύρω· μα ο αδελφός μου ο πλέον γεροντότερος, που θέλεις εύρει παρεμπρός, ελπίζω πως θέλει σου το φανερώσει. Ακολούθησα να περιπατώ και είδα πολλά ογλήγορα και τον τρίτον γέροντα που εδούλευε την γην· αυτός δεν είχε μίαν τρίχα άσπρην εις το κεφάλι του, και μου εφαίνονταν τόσον δυνατός, που δεν ημπορούσα να στοχασθώ πως ήτον ο πλέον γεροντότερος από τους άλλους δύο.

Εγώ δεν σου λέγω από ποίον καιρόν, και από ποίον εστάθη κρυμμένος, επειδή και εγώ ούτε το ηξεύρω· όλον εκείνο που ηξεύρω είνε τούτο, ήγουν ο πάππος μου οπόταν ήθελε ν' αποθάνη το εφανέρωσε του πατρός μου χωρίς να του ειπή άλλο, και ο πατήρ μου το εφανέρωσεν εμένα· και ιδού που σου το φανερώνω και του λόγου σου, μα σου παραγγέλω ωσάν τον λάβης εις τα χέρια σου, να πασχίσης να ξοδεύης με εύμορφον τρόπον διά να μην πέσης εις τον φθόνον του βασιλέως και των φιλαργύρων κυβερνητών, και το μάθουν και σου το αρπάξουν.

ΑΛΟΝΖ. Αν είσαι εκείνος ή όχι, ή αν είσαι κάποιο μαγευμένο τίποτε, για να μείνω πάλι γελασμένος, καθώς προ ολίγου, δεν ηξεύρω· ο σφυγμός σου κτυπάει ως από σάρκα κ' αίμα, και από την στιγμήν, που σ' είδα, ολιγοστεύει αυτό που επλάκωνε τον νου μου, και που ήτον, φοβούμαι, της τρέλλας η οδύνη. Όλα τούτα, αν υπάρχουν τωόντι, πρέπει να εξηγηθούνε παράδοξα.

Δεν ηξεύρω· ηξεύρω μόνον, ότι αι χείρες μου θραύουν τον σίδηρον ως ξύλον . . . . Ο Άουλος Πλαύτιος, χωρίς να αντισταθή εις την επιθυμίαν του Ούρσου, είπεν ότι ολόκληρος η ακολουθία της Λιγείας ώφειλε να τεθή μετ' αυτής υπό την προστασίαν του αυτοκράτορος.

Μπορεί· δεν ηξεύρω· απαντά σοβαρώς ο έμπορος, αλλά την σοβαρότητά του ταράττει δυσαρέστως ο άσβεστος γέλως ον προκαλεί η απάντησίς του. — Τι γελάτε; ερωτά πειραχθείς. Αστείον σας φαίνεται πράγμα που δεν 'ξεύρετε; — Μη το ματαπής αυτό, Χαλήμ, απαντά ο φανοποιός· όπου το πης θα σε γελάσουν. — Ξεύρετε τι βλέπω εγώ; παρατηρεί ο υπάλληλος. Όλη η ομιλία μας θα πάη του κάκου. Δεν θα συμφωνήσωμεν.

Δεν έχομεν ακούσει τίποτε καθαρόν τουλάχιστον περί αυτών, ω Σώκρατες. Αλλ' όμως και εγώ, είπεν ο Σωκράτης, λέγω περί αυτών όσα εξ ακοής ηξεύρω· εκείνα όμως, τα οποία έτυχε ν' ακούσω, δεν δυσκολεύομαι να τα είπω. Διότι ίσως και παρά πολύ αρμόζει, αφού πρόκειται να ταξειδεύσω εις εκείνον τον κόσμον, να εξετάζω καλώς και να εξιστορώ διά το ταξείδιον εις τα εκεί, ποίου είδους νομίζομεν ότι είναι αυτό.

Εις ένα μέρος το υπόγειον ήτο τόσον χαμηλόν, που εκινδύνευσα να κτυπήσω την κεφαλήν μου εις την πέτραν, και να πληγωθώ, και μόλις επέρασα με μεγάλην προσοχήν εκείνο το στενόν μέρος, το οποίον με έκαμε προσεκτικώτερον εις το ακόλουθον ταξείδιον εις εκείνην την υπόγειον οδοιπορίαν με όλον που έτρωγα τόσον ολίγον, όσον δηλαδή το αναγκαίον προς το ζην, έσωσα τέλος πάντων όλα μου τα φαγητά· όθεν εις το εξής μην έχοντας άλλα να παρηγορήσω την πείναν μου, άρχισα να κυριεύομαι από μίαν αδυναμίαν και από ένα γλυκύν ύπνον· πόσον όμως εκοιμήθην, δεν ηξεύρω· αλλ' όταν εξύπνησα έμεινα εκστατικός, βλέποντας μίαν μεγαλωτάτην και ευρύχωρον πεδιάδα, και την καλαμωτήν μου δεμένην εις την άκρην του ποταμού, και εκεί πλησίον πολλούς Αράπηδες που με εθεωρούσαν· εσηκώθην ευθύς ως τους είδον και τους εχαιρέτησα, και αυτοί μου ωμίλησαν, αλλ' εγώ δεν εκατάλαβα την διάλεκτόν τους.