Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
ΑΛΟΝΖ. Αν είσαι εκείνος ή όχι, ή αν είσαι κάποιο μαγευμένο τίποτε, για να μείνω πάλι γελασμένος, καθώς προ ολίγου, δεν ηξεύρω· ο σφυγμός σου κτυπάει ως από σάρκα κ' αίμα, και από την στιγμήν, που σ' είδα, ολιγοστεύει αυτό που επλάκωνε τον νου μου, και που ήτον, φοβούμαι, της τρέλλας η οδύνη. Όλα τούτα, αν υπάρχουν τωόντι, πρέπει να εξηγηθούνε παράδοξα.
Κανείς καραβοκύρης δεν του έδινε καράβι να κυβερνήση· κανείς ναύτης δεν εμπιστευόταν τη ζωή του. Ακόμη και για επιβάτη δεν τον ήθελαν. Έλεγες καπετάν Δρακόσπιλο και ανατρίχιαζεν όλο το Γαλαξείδι, σαν να επλάκωνε ο Παπακώστας με τους αντάρτες του. Οι καπετάνοι που θα εταξείδευαν εφρόντιζαν να μην τον απαντήσουν στον δρόμο τους. Το είχαν κακοσημαδιά. Εκείνος τα έβλεπε κ' εστέναζε κατάκαρδα.
Ο σίφουνας όμως επλάκωνε φτεροπόδαρος, στηθάτος ρουφώντας, διψασμένος Τάνταλος το νερό και τινάζοντάς το στον ουρανό μαύρη καταχνιά και αντάρα. Τόρα έλεγες θα μας γδύση το κατάστρωμα ή θα σηκώση το καράβι σύσκαρμο ψηλά. Έφτασεν έτσι οργυιές δυο μακριά μας.
— Μωρέ, παιδιά, βουλιάζουμε! ακούω άξαφνα τη φωνή του καπετάνιου. Πηδάω έξω. Για πέντε λεφτά το νερό μας εκεφάλωσε. Ερριχθήκαμε πάλι ν' αρχίσουμε τον αγώνα. Αλλά τόρα δεν μας εφαινόταν βαρύς. Το καράβι όλο κ' επλάκωνε απάνω μας. Σε λιγάκι εφάνηκε ολόκληρο το σκαφίδι. Βέβαια είδε τη σημαία μας κ' ερχόταν να μας σώση. Αλλά δεν ξεύρω γιατί άξαφνα εκρύωσε η καρδιά μου. Κάτι ελάλησε μέσα μου.
Καμμιά φορά 'ς το νου του Το διάνεμα γοργά γοργά του αλόγου του επερνούσε, Τάκουε που χλημήτιζε... 'ς το φυσσομανητό του Ταντιβοούσανε ταυτιά, του ξάναφταν τα μάτια, Κ' ύστερα πάλ' επλάκωνε με τη χαρά της νίκης Κάθε πικρό συλλογισμό, κι άφινε να φωτίζουν Το μέτωπό του το τραχύ παράδοξαις ελπίδαις. Αντραγαθήματα παληά, χρυσοπλασμένα γνέφη, Μ' ένα χαμόγελο πικρό για τον Κιοσέ Μεχμέτη.
Βέβαια, αν ήτο να στολίζη η λύπη κάθε πρόσωπον, καθώς το ιδικόν της, τότε θα ήτο λατρευτόν κειμήλιον η λύπη! ΚΕΝΤ Κ' ερώτησιν δεν έκαμε; ΙΠΠΟΤ. Μίαν φοράν ή δύο βαθειά βαθειά εστέναζε και είπε, «Ω πατέρα!» ωσάν να της επλάκωνε η λέξις την καρδιάν της. «Ω αδελφαί μου, έκραξε, ω! ήτο εντροπή σας! »ω Κεντ! Πατέρα! Αδελφαί! 'Σ την τρικυμίαν μέσα, »την νύκτα!
Ταξείδι στη γαλήνη, ταξείδι και στην τρικυμία. Και ακόμη την ώρα που ερχόταν είδησις ναυαγίου στο νησί και ο πνιγμός, ο θάνατος επλάκωνε τις ψυχές όλων κ' εχυνόταν βουβή η θλίψις από τα ρυτιδωμένα μέτωπα ως τ' άψυχα λιθάρια της ακρογιαλιάς· όταν έβλεπα τα ορφανοπαίδια στους δρόμους σαν χρυσόξυλα ερειπωμένου αρχοντόσπιτου και τις γυναίκες μαυροφόρες, απαρηγόρητες τις αρραβωνιαστικές· όταν άκουα να διηγούνται ναυαγοί το μαρτύριό τους πείσμα μ' έπιανε που δεν ήμουν κ' εγώ εκεί μέσα, να ιδώ τη φιλενάδα μου στο άγριο μεγαλείον της και να παλαίψω, να παλαίψω μέχρι θανάτου μαζί της.
Έτσι εξημερωθήκαμε εμπρός στην Καλλίπολι. Να ειπώ την αλήθεια εξημέρωσεν η ημέρα και όχι εμείς. Η «Κυραδέσποινα» στο σύθαμπο αρμένιζεν ακόμη. Πυκνή ομίχλη επλάκωνε τον Ελλήσποντο και ούτε θάλασσα, ούτε στεριά, ούτε δέντρο μας έδειχνε. Μόνον μια στιγμή, μια μοναχή στιγμή, δεξιά μου ιχνογραφήθηκεν ένας μιναρές, κάποιο σπιτάκι, ένας μύλος με ανοιγμένες φτερωτές, κάτι αληθινό και μαζί ψεύτικο!
Ένα κύμα εδώ επλάκωνε πύρινο, με το στήθος πλατύ εμπρός, τρίζοντας τα δόντια του και φοβερίζοντας, σηκώνοντας ψηλά Μεδούσιο κεφάλι, σαν να εζητούσε μέρος κατάλληλο να ριχθή για να δώση το τελειωτικό χτύπημα.
Ένα καράβι εδώ εμάζωνε την άγκυρα· παρέκει άλλο έρριχνε και τη σπεράντσα· άλλο εκατέβαζε τις σταύρωσες· εδώ έπαιρναν πρυμόσχοινα, εκεί τα βαπόρια εκάπνιζαν. Επλάκωνε νομίζεις, επίβουλος εχθρός και καθένας ετοιμαζόταν να τον αντικρούση με όλα του τα σύνεργα. Και αλήθεια σε λίγο επλάκωσεν ο εχθρός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν