United States or Hungary ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ένα καράβι εδώ εμάζωνε την άγκυρα· παρέκει άλλο έρριχνε και τη σπεράντσα· άλλο εκατέβαζε τις σταύρωσες· εδώ έπαιρναν πρυμόσχοινα, εκεί τα βαπόρια εκάπνιζαν. Επλάκωνε νομίζεις, επίβουλος εχθρός και καθένας ετοιμαζόταν να τον αντικρούση με όλα του τα σύνεργα. Και αλήθεια σε λίγο επλάκωσεν ο εχθρός.

Τ' αμπάρια, η πλώρη, η κάμαρη του καπετάνιου, το μαγεριό εκαρφώθηκαν όλα που δεν επέρναγε τρίχα. Επλάκωσε τέλος η νύχτα και μαζί επλάκωσεν η ανυπομονησία μας. Όσο επλησίαζαν τα μεσάνυχτα τόσο εμεγάλωνε το ψυχοβάσανο. — Ε και να μας τον έφερνε τρεμουντάνα! — Ας τον πάρη πρώτα στην όστρια, οστριασορόκο και βλέπουμε.

Αυτός ο νεοκοσμίτης είχε καταφέρει ύστερα από πολλές μελέταις και δοκιμές, να κλείση ταις ηλιακές αχτίδες μέσα εις μπουκαλάκια, που μοιάζανε μικρά αχλάδια, τόσον όμως φωτερά που ο βασιληάς και όλοι οι αυλικοί εθαμπώθηκαν και ανοιγόκλειαν τα μάτια, ωσάν νυχτερίδες που επλάκωσεν ο πρωινός ήλιος, πριν προφθάσουν να χωθούν εις τη σπηλιά τους.

Αρχές Νοέμβρη έτοιμοι πάλι για ταξείδι. Επλάκωσεν όμως η Πεντέχτη. «Στη χάσηπιάση αρμένιζε, Πεντέχτη στο λιμιώνα» έλεγαν οι παλαιοί. Ο καπετάν Μπισμάνης ήταν φρόνιμος· αν δεν έβλεπε καλοσυνάδα τα σημάδια του καιρού δεν έλυνε πρυμόσχοινα. Μα τι να φέρη ο διάβολος για τις αμαρτίες μας; Ο καπετάνιος είχε μία κάσσα γλυκά σπιτίσια να τα δωρίση στον έμπορο.

Τον είχε στείλη, η μάννα του να ψουνήση και τον επλάκωσεν ένας αμαξάς, που έτρεχε σαν κυνηγημένος λαγός σε στενό δρόμο γεμάτο κόσμο· Ο Γιάννης πέθανε μετά δυο ώρες. Όλοι τον έκλαιαν κι' αναθεμάτιζαν τ' αμάξια και την αστυνομία. Ο νεκροσκόπος μας έλεγε πως έκαμε τον λογαριασμό και πως ανάλογα του πληθυσμού περισσοτέρους ανθρώπους σκοτώνουν οι αμαξάδες εις τας Αθήνας, παρά αι τίγρεις εις τας Ινδίας.

Μα με τι χέρια και με τι ψυχή; Ετρομπάραμε καμμιά ώρα κ' έπειτα έναςένας τις αφήσαμε μάρμαρο κ' εξαπλωθήκαμε στο κατάστρωμα. Επλάκωσεν ως τόσο η νύχτα. Και τι νύχτα; χειρότερη και τρομερώτερη από τις άλλες. Μαυρίλαπίσσα. Κόλαση σωστή. Ούτε άστρα στον ουρανό, ούτε φανός στη θάλασσα κανένας! Τα σημάδια της καλοσύνης έσβυσαν ένα με το άλλο.

Εγώ βλέποντάς την τοιούτης λογής θυμωμένην ανεχώρησα, και επήγα διά να αναπαυθώ εις το κονάκι μου· και πριν υπάγω να κοιμηθώ μία σφοδρά θέρμη με επλάκωσεν από τον πόνον της αγάπης, και όλην εκείνην την νύκτα επέρασα κακώς έχοντας.