United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ύστερ' από καμμιά δεκαριά μέρες απαντηθήκαμε σ' ένα στενό κατηφορικό δρόμο του χωριού. Εγώ ανέβαινα κι αυτή κατέβαινε. Βαστούσε στ' αριστερό χέρι της κατιφένιο σακκουλάκι, πλουμισμένο με μετάξι απ' όξω και γιομάτο από βιβλιαράκια. Ήτον πρωί ακόμα. Δεν είχε πάει δυο βουκέντρες ο ήλιος. Χαιρετιστήκαμε.

Είπε, κι' αφτά λες τάσκιαξε τ' αφεντικού η φοβέρα και κόβουν δρόμο. Μα πολύ δεν πέρασε, και να το θωράει της στράτας το στενό του γέρου ο γιος Νεστόρου. Της γης εκεί είταν σπάσιμο, πούχε κατέβει ρέμα 420 με τις βροχές και τόσπασε γουβιάζοντας το δρόμο. Εκεί ο Μενέλας έτρεχε και ζήταε ν' αποφύγει το λάκκο ομπρός του. Μα έξαφνα αφίνει τη γραμμή του κι' ορμάει λοξά ο Αντίλοχος χτυπώντας τ' άλογό του.

Ο ντον Πρέντου ντυμένος στα μαύρα με μια καινούργια, στενή φορεσιά που τον αναγκάζει να βαριανασαίνει, αλλά ο Έφις δεν ξεχωρίζει το πρόσωπό του, ενώ βλέπει το σαρκαστικό στόμα του Μιλέζου, μακρύ, στενό, γεμάτο λες από συγκρατημένο γέλιο, και την εξογκωμένη κοιλιά μιας συγγένισσας των αδερφάδων Πιντόρ, εκείνης που θα συνοδεύσει τη νύφη, και δυο κεριά με ροζ κορδέλες που τα κρατούν δυο χλωμά χεράκια.

Κοίτα τι όμορφο που είναι αυτό: είναι το δώρο του ΠρέντουΈσκυψε, παρόλο που το φόρεμα ήταν στενό, και του έδειξε ένα σεντεφένιο ροζάριο με ένα μεγάλο χρυσό σταυρό. «Βλέπεις; Ήταν ο σταυρός ενός παλιού επισκόπου. Τον είχε η γιαγιά του Πρέντου που ήταν και δική μας γιαγιά κι έτσι θα μείνει στην οικογένεια.

Όταν περνούσα κοντά από το Πρυτανείον, είδα νάρχεται από πέρα και να χαμογελά η Λεσβία, κι' όταν εζύγωσε μούπε• Δεν τα ξέρεις; Ο αγαπητικός σας ο Πάμφιλος παντρεύεται τη θυγατέρα του Φείδωνα• κι' αν θες να βεβαιωθής πήγαινε και κύτταξε στο στενό και θα δης στέφανα στις πόρτες και θ' ακούσης αυλητρίδες και θόρυβο και τραγουδιστάδες που λεν το τραγούδι του γάμου.

Φαινότανε σα να της ξαναήρθε η προτητερινή ζωηρότητα, σα να τίναξε από πάνω της όλο το βάρος της ξένης λύπης, καθετί που ίσκιωνε το μέρος αυτό των παλιών θυμητικών μας και μας κυνηγούσε ολάκερη την αλλόκοτη αυτή μέρα με όλη τη θλίψη και τη δυστυχία του κόσμου. Μ' έφερε ίσια στο δάσος σ' ένα στενό μονοπάτι, όπου τα έλατα σμίγανε τους κλάδους τους απάνω από τα κεφάλια μας.

Είπε, μα εκείνος έτρεχε και πιο με βιάση ακόμα και βάραε με το καμοτσί σα να μην άκουε τάχα. 430 Όση είναι δίσκου πέτρινου η πιο γνωστή αλαργάδα που ρήχνουν νιοι σα θέλουνε να δουν τη δύναμή τους, σαν τόσο πρόστρεξαν μπροστά· και τ' άλλατου Μενέλακάλτισαν πίσω, τι έκοψε τη φόρα τους ο ίδιος, μήπως τα ζα δρομίζοντα μες στο στενό τρακάρουν 435 κι' έρθουν τ' αμάξια ανάποδα, και γκρεμιστούν κι' οι διο τους στις σκόνες μέσα, ενώ ζητούν πιος πρώτος να περάσει.

Μπορεί κανείς να ιδή στο δωμάτιο της Βασίλισσας από ένα στενό παραθυράκι που βρίσκεται πειο ψηλά στο τείχος. Αλλά μια μεγάλη κουρτίνα τεντωμένη κατά μήκος της αιθούσης σκεπάζει τη θέα. Ένας από τους τρεις σας ας μπη αύριο με τρόπο στον κήπο. Θα κόψη ένα μακρύ κλαδί και θα το ξεμυτίση στην άκρη. Ας σκαρφαλώση τότε ως το ψηλό παράθυρο κι' ας παραμερίση λίγο με το κλαδί το πανί της κουρτίνας.

Είχε ξεχάσει της ξυλειές, ως και την φοβέραν. Την επαύριον ανεύρε τα κλοπιμαία η Μαλαμμώ. Ότ' είχε βασιλέψ' ο ήλιος. Κατεβαίναμε τo στενό καλδερίμι, τον κατήφορο. Την στιγμή που περνούσα, άκουσα να πέση μια παροιμία απ' το στόμα της. — Τρεις όπ' σ' έχω, άντρα, και τρεις όπ' μ' έχεις έξη· και τρεις του παιδιού, εννιά...

Κάθε μια απ' αυτές ήθελαν και παραήθελαν ποιά να γιομίση πρίτερα , γιατί είταν η ώρα περασμένη και μια κατεβασιά μοναχά είταν στον όχτο του ποταμιού, κι' από κει έπρεπε να γιομίσουν τες βουτσέλλες τους, κατεβαίνοντας μια-μια, γιατί το μέρος της κατεβασιάς είταν στενό.