Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Ανασηκώθηκε και κάθισε αγκαλιάζοντας τα γόνατα με τα μπράτσα του κάνοντας τον ακατάδεχτο στην αρχή και παίρνοντας στη συνέχεια τη ζωγραφισμένη νεροκολοκύθα γεμάτη κίτρινο κρασί που του πρόσφερε ο υπηρέτης. Τελικά ήπιε: ήταν γλυκό κρασί και αρωματικό όπως το κεχριμπάρι και πίνοντάς το έτσι, από το στενό στόμιο της νεροκολοκύθας, του έδινε σχεδόν μια αίσθηση ηδονής.
Ναι, έπρεπε να φύγει, να πάει να βρει την τύχη του. Για να μην ξαναπεράσει μπροστά από το σπίτι της καλής του, κατέβηκε ένα στενό, έπειτα ένα άλλο, μέχρι που έφτασε σ’ ένα πλάτωμα όπου πρόβαλαν τα ερείπια μιας εκκλησίας.
Ω! απάνου απ' τη χρυσή πεδιάδα, τούτο το πρωί της Κυριακής, άκουσε, σκυφτή, τον ήχο που σε κρίνει! Γύρισε πίσω. Πάντα ο πραματευτής στο στενό δρόμο — πάντα η φωνή του στο δειλινό! Πάντα η φωνή του στην πορφυρή ώρα — όταν κάποιο φτωχό τζάμι της Αθήνας ανάβει απ' την ενθύμησι του ήλιου που έσβυσε!
Μα σαν ήρθε η νύχτα, ενώ οι άνθρωποι του Τριστάνου τούβγαζαν τα ρούχα του, συνέβηκε ώστε καθώς έβγαζαν το πολύ στενό μανίκι του κοντοκαπιού, να παρασύρουν από το δάχτυλο του το δαχτυλίδι με την πράσινη πέτρα, το δώρο της Ιζόλδης. Καθαρό ήχο άφησε πέφτοντας στης πλάκες. Ο Τριστάνος κυττάζει και το βλέπει. Ξυπνάει τότε η παληά αγάπη του· κι' ο Τριστάνος καταλαβαίνει το κρίμα που έκαμε.
Σκότωσε αφτόν με μπαμπεσιά, όχι απ' αντριά ο Λυκούργος, σ' ένα στενό, όπου απ' τη σφαγή ο σιδερένιος όγκος δεν τόνε γλύτωσε, τι πριν προφταίνει και στη μέση κρυφά ο Λυκούργος τον τρυπάει, κι' ανάσκελα τον στρώνει· 145 έτσι του πήρε τ' άρματα που τούχε δώσει ο Άρης.
Καθώς περνούσε το στενό δρομαλάκι, που έβγαζε στην εκκλησία, γλυστρώντας απάνω στανηφορικό καλντερίμι, τινάχθηκε ξαφνιασμένος, σαν να ξύπνησε από όνειρο. Έσφιξε με τα δάχτυλά του το Δισκοπότηρο, μην του πέση απ' τα χέρια. — Καταραμένο ζωντανό! Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά! Ένα σκυλί, ξαπλωμένο στο κατώφλι μιας θύρας, ξαφνιάσθηκε απ' το παράξενο πέρασμα του μαύρου ράσου μέσα στο σκοτάδι.
Το φως του φεγγαριού φώτιζε μέσα από τις χαραμάδες το στενό δωμάτιο που χαμήλωνε στις γωνίες, ήταν όμως αρκετά μεγάλο γι’ αυτόν που ήταν μικροκαμωμένος και αδύνατος σαν έφηβος.
Είμουνα τόσο βέβαιος για την απογοήτεψη, ώστε η αθώα πρόταση της γυναικός μου, η μικρή εκδρομή στο νησάκι, όπου γνώριζα τον κάθε κόλπο, το κάθε στενό, ως και τις πέτρες ακόμα στο βυθό του φιόρδ, μου φάνηκε πως έκρυβε κάτι τόσο σοβαρό και κρίσιμο, ώστε να έπρεπε να το συλλογιστώ καλά πριν λάβω μια τόσο βαρειά, μοιραία απόφαση.
Κ' ενώ αυτή προχωρούσε με κόπο, παρουσιάστηκε από πίσω ένας γέρος, ήρθε, μας χαιρέτησε κι αυτός, έτριψε τα χέρια, έβηξε και μουρμούρισε ακατανόητα λόγια, κάνοντας θέση στους δύο ξένους να περάσουν το κατώφλι. Από μια βεράντα μισοτελειωμένη είδαμε όξω το φιόρδ και το στενό του καιρού της νιότης μας.
Αλλ' ο Χριστός υπεσχέθη να πίη με τους εκλεκτούς του καινόν το γέννημα της αμπέλου εν τη βασιλεία του Πατρός του, και οι υμνωδοί έψαλλαν: «Ω Πάσχα το μέγα και ιερώτατον, Χριστέ! δίδου ημίν εκτυπώτερον σου μετασχείν εν τη ανεσπέρω ημέρα της Βασιλείας Σου!». Εις του Γιάννη της Παντελούς το στενό έβγαινε μία Καντίνα με τον λευκόν φερετζέν και το γιασμάκι της και τούτο πολύ συχνά, σχεδόν κάθε μήνα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν