United States or South Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξαναφώναξε τότες ο λαός τις συνηθισμένες του ευκές, και κατέβηκε τέλος ο Βασιλέας από το κάθισμα, πήγε στην εκκλησιά με παράταξη, και σαν ψάλθηκε η δοξολογία κι αγιάστηκε η κορώνα, κοινώνησε, και γύρισε στο παλάτι. Εκεί τελέστηκε κ' η «προαγωγή» του νέου Επάρχου, έπειτα δόθηκε μεγάλο τραπέζι σ' όλους τους συγκλητικούς και τους μεγιστάνες. Ερχόμαστε τώρα στην ιστορία του Αναστασίου.

Εμένα, για να σου πω, εύκολα-εύκολα δεν μπορείς να με σκουντζάρης με το μυαλό το δικό σου. Ίσσα τρίγκο, ίσσα παροκέττο, μάινα μπαμπαφίγκο! Για καμμιά τσομπανοφλοέρα μ' επήρες και μου κόλλησες στα νερά, σαν να σου κατέβηκε να σου τραβήξω γιουντέκι ή ν' αρμενίσουμε κουσέρβα; Αβάρα! Σία! Ανοιχτά!

Φώναξε τότες ο λαός αναγαλλιασμένος «Πολλά τα έτη» και της Βασίλισσας και των αρχόντων, διάβασε ο Γραμματικός τα υστερνά λόγια της βασιλικής ομιλίας, γεμάτα κι αυτά συβουλές και καλοπιάσματα, και κατέβηκε τέλος η Αριάδνη από το κάθισμα.

Απάντησε στο χαιρετισμό με τα μάτια, μαύρα χρυσαφί κι εκείνα κάτω από μακριά ματόκλαδα, αλλά δεν μίλησε και δεν κατέβηκε.

Αποκρίνεται ο Θοδορίχος πως έρχεται, σώνει να τονέ σπάσουνε στα γερά, κι όχι πια συθήκες μαζί του. Συφωνούν οι δικοί μας με κάποιους όρους, και ξεκινάει ο Θοδορίχος κατά τα νότια. Είτανε συφωνημένο νανταμωθούνε, ο Θοδορίχος κι ο Πρωτοστράτηγος της Θράκης με κάμποσες χιλιάδες, στα στενά του Αίμου. Σαν κατέβηκε όμως ο Θοδορίχος στον Αίμο, μήτ' ένας στρατιώτης δε βρέθηκε να τον αντάμωση.

Κάποτες φοβάται μήπως τάχασε κι ο ουρανός. Έτσι φοβήθηκα και γω μήπως τάχασε η Αθήνα. Παρατηρούσα κάτι περιστατικά που δεν τα χωρούσε ο νους μου. Πότε, να τους άκουγες, έλεγα τάδε πράμα, πότε πάλε το εναντίο. Ο ένας έγραφε ένα, ο άλλος άλλο, κι όλοι ανάποδα. Πώς να τα ταιριάξω; Άξαφνα φως μου κατέβηκε.

Είχε φύγει από το κτηματάκι με η βεβαιότητα ότι κάτι εξαιρετικό θα συνέβαινε, κοιτάζοντας όμως προς τα επάνω τη σκάλα του φάνηκε ότι και ο ντον Πρέντου ήταν λυπημένος, σχεδόν άρρωστος, και ότι δίσταζε να κατέβει, κρατώντας στο ένα χέρι το κλαδευτήρι που γυάλιζε και στο άλλο μια κληματίδα, η βιολετιά άκρη της οποίας έσταζε, όπως από ένα δάχτυλο κομμένο σταγόνες αίμα. «Περίμενε να τελειώσω ή μήπως βιάζεσαι να φύγεις;», είπε ο ντον Πρέντου, αλλά αμέσως συνήλθε, κάτι θυμήθηκε, και κατέβηκε βαρύς, αφήνοντας τον Έφις να τραβήξει στην άκρη τη σκάλα. «Να», άρχισε, όταν βρέθηκαν στο ισόγειο δωμάτιο που ήταν γεμάτο ήλιο και σκιές από χελιδόνια, «να, πρέπει να σου πω κάτι…», και δίσταζε κοιτάζοντας τα χέρια του, «να, θέλω να παντρευτώ τη Νοέμι

Αυτά αφού είπαν εκείνες, εφύγανε μαζί με τη νύχτα· κι όταν ξημέρωσε σηκώθηκε ο Δάφνης πασίχαρος κ' έφερνε με δυνατά σφυρίγματα τα γίδια στη βοσκή· κι αφού εφίλησε τη Χλόη κ' επροσκύνησε τις Νύμφες, κατέβηκε στη θάλασσα, σαν νάθελε να πλυθή με θαλασσινό νερό· κι απάνω στον άμμο, κοντά στην ακρογιαλιά, περπατούσε ζητώντας τις τρεις χιλιάδες δραχμές.

Κατέβηκε στην αυλή κ’ έβαλε το κεφάλι του κάτω απ'τη βρύση. Έπειτα ήρθε μπροστά στον καθρέφτη και χτενίστηκε και συγυρίστηκε για όξω· έβαλε και την πεταλούδα του να καθήση ανάλαφρα απάνω στα βρεμμένα κατσαρά μαλλιά του. Πάω να σου φέρω την Κερά-Δημήτραινα από πλάι ή καμμιανή της κόρη να σου βαστήξη συντροφιά.

Ο οδηγός κτύπησε το κουδούνι, κ' η γυναικούλα σηκώθηκε με χάρη, χαιρέτισε μ' ένα χαμόγελο τον μελαχροινόν κύριον και κατέβηκε απ' το λεωφορείο. Οι δυο επιβάτες γύρισαν απ' τα τζάμια και την κύτταζαν. Με το κεφάλι σκυμμένο πάντα τράβηξε το δρόμο που πήγαινε στο νεκροταφείο, το μεγάλο δρόμο με τα κυπαρίσσια. Ο πρώτος επιβάτης είπε στο δεύτερο: — Η καϋμένη.