Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Ενέχυρα τα εργαλεία, ενέχυρα ο κερεστές, οι σκάρες, το ένα ύστερ' απ' το άλλο με τη σειρά τους. Σιγά-σιγά ο παραγυιός έγινε αφέντης και ο αφέντης παραγυιός. «Το περίμενες ποτέ σουΤου λέγανε οι γνωστικοί του πατέρα μου. Εκείνος δε βαρυγνωμούσε. «Έτσι είν' ο κόσμος. Ένας ανεβαίνει κι' άλλος κατεβαίνει». Ως που κατέβηκε στον τάφο και μας άφησε στους πέντε δρόμους. Τακούς;

Κ' έκαμε ίσως τη φρονιμώτερη πράξη της ζωής του σαν κατέβηκε από το θρόνο, σύγκαιρα με το Μαξιμιανό, κι αποκαταστάθηκε στης Δαλματίας τα Σάλωνα, καλλιεργώντας μεγάλο και σύδεντρο περιβόλι.

Θα στείλω να φωνάξω το γιατρό. Οι παραπάνω, ΜΠΑΡΜΠ-ΑΡΓΥΡΗΣ Δεν είναι πια ζωή αυτή. Βαρέθηκα με τα σωστά μου .. . ΛΕΛΑΝα ο Μπάρμπ-Αργύρης. Θα τον παρακαλέσω να πάη για το γιατρό.... Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ. Καλησπέρα σας. Καλησπέρα κυρία μου. Μήπως είδατε την κυρία Δώρα αποδώ; ΛΕΛΑΌχι Μ-Αργύρη δε φάνηκε. Ίσως είναι στη κάμαρά της. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ — Ο πατέρας της ανησυχεί που δεν κατέβηκε ακόμα κάτω.

Έφεγγε πια τώρα στο μέτωπό της κάποια παρηγοριά. Σαν αχτίδα της κατέβηκε από κόσμους μυστικούς και τη μέρεψε. Δεν ψυχοπονούσε πια η Ασήμω.

Δεν τάκουγα πια. Ξύπνησα την ίδια στιγμή κι άρχισα αμέσως να μετρώ. Μετρούσα και στέκουμουν και δεν τολμούσα. Είταν η ώρα μια το πρωί. Εκεί που κοιμούμουν ήσυχα, δεν ξέρω πώς, μου κατέβηκε μια υποψία, ορμητικά, σαν ταστροπελέκι. Και τώρα, με τα μάτια ανοιχτά, πολεμούσα και δεν μπορούσα να τελειώσω το λογαριασμό μου. Θα πάρω χαρτί να τα σημειώσω. Στάσου να διούμε. Η αδερφή μου. Ο άντρας της· δυο.

Τη φανταζούμαστε λοιπόν τη στενοχώρια και την οργή του Κωσταντίνου σαν κατέβηκε στη Νικομήδεια και βρήκε τον κόσμο ανάστατο. Και μήτε τότες δεν το καλόνοιωσε τι βάσανα κρύβανε μέσα τους οι φιλονεικίες εκείνες.

Χάμου έπειτα οχ την άμαξα κατέβηκε και τούπε «Γέρο, μαζί σου εγώ ως εδώ θεός αιώνιος ήρθα, 460 εγώ ο Ερμής, τι μ' έστειλε κάτου οδηγό σου ο Δίας. Μα τώρα θα σ' αφίσω πια· δε θέλω να προβάλω στα μάτια τ' Αχιλέα ομπρός, τι δα 'ναι κατηγόρια θεός να δείχνει ορθάνοιχτα σ' αθρώπους έτσι αγάπη.

Κατέβηκε ο ξενιτεμένος, ο γυιός της γριάς κι' ο πατέρας της τσιούπρας, από τ' άλογό του, και μάνα και παιδί, πατέρας και τσιούπρα και βάβω κι' αγγονιά, εγειναν κι' οι τρεις ένα δυσκολοχώριστο σύμπλεγμα αγάπης και πόνου, χαράς κι' ευφροσύνης.

Ο ψηλός άνθρωπος με τον μπόγο κατέβηκε σιγά-σιγά τα σκαλιά και πάτησε τη βάρκα. Ο κόκκινος μπόγος κουνήθηκε. Τώρα άρχιζε να ξεχωρίζη σαν άνθρωπος. Φάνηκε το κεφάλι του, τα χέρια του, τα πόδια. Ένας άνθρωπος, κουβαριασμένος, γαντζωμένος από το λαιμό του ψηλού ανθρώπου, κουκκουλωμένος με μια κόκκινη τσέργα.

Μα τα μεγάλα αυτά τα καλά, θάρθουνε μοναχά τους; Θα τα φέρη το Βασιλόπουλό μας; κανένας άλλος απόγονός του; Το Έθνος; Οι Φράγκοι; Τίποτις απ' αυτά. Θα τα φέρη η &Αρετή&, η παλικαριά, η αθάνατη η Θεά που κατέβηκε χίλιες φορές και μας τη γλύτωσε την πολυπαθιασμένη τη Ρωμιοσύνη. Βαριά σα να κοιμηθήκαμε στο Παλάτι, ύστερ' από κείνη την κουβέντα με το Βασιλιά και με το Βασιλόπουλο.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν