Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Ήτο παραγυιός γεωργοκτηματίου τινός κατοικούντος εις την πόλιν, κ' έβοσκε τα βώδια του κυρίου του κάτω εις την Αγίαν Ελένην, όπου ούτος είχεν εκτεταμένους αγρούς με μικράν έπαυλιν, κ' επέστρεφεν αργά εις την έπαυλιν, όπως όχι σπανίως του συνέβαινε. — Παγώνα! ε! Παγώνα! — Τι θέλεις, θεια-Συνοδιά; απήντησεν ο νεαρός αγρότης γνωρίζων την φωνήν της. — Έρχεσαι τα-ίσα απ' το χωριό, ή όχι;

Συγχρόνως ηκούσθη κρότος έξωθεν, κ' ευθύς κατόπιν μία φωνή. — Γρηά! . . . Γρηά! . . . κοιμάστε; Ήτον ο Λυρίγκος, κ' εκάλει την πενθεράν του. Η γραία εγνώρισε την φωνήν, εσηκώθη κ' έτρεξεν εις την θύραν. — Έλα να μου δώσης ένα χέρι, εφώναξεν ο Λυρίγκος. Ο παραγυιός λείπει κ' είμαι μονάχος.

Το κυρίως κατάμερόν μου ήτον υψηλότερα, έξω της ακτίνος των ελαιώνων και αμπέλων, εγώ όμως συχνά επατούσα τα σύνορα. Εκεί παραπάνω, ανάμεσα εις δύο φάραγγας και τρεις κορυφάς, πλήρεις αγρίων θάμνων, χόρτου και χαμοκλάδων, έβοσκα τα γίδια του Μοναστηρίου. Ήμην «παραγυιός», αντί μισθού πέντε δραχμών τον μήνα, τας οποίας ακολούθως μου ηύξησαν εις έξ.

Δεν της ήρεσκεν, ως έλεγε, να έχη γαμβρόν αστεφάνωτον να συχνάζη στο σπίτι, αφού είχε θάρρος από πριν, ως συντεχνίτης και παραγυιός του ανδρός της. Και η ανδραδέλφη, χήρα, ηλικιωμένη, με ένα παίδα έφηβον, εργαζόμενον επίσης εις το ναυπηγείον, και έν άλλο παιδίον κ' έν κοράσιον ανήλικα, εδέχθη κατ' οίκον το νέον ανδρόγυνον.

Μακάρι, άξιος ο μισθός σας, είπε και η θειά τ' Αρετώ. Ο Αγκούτσας δεν ήτο ιδιοκτήτης ποιμνίων, ούτε γεωργός, ούτε καν βοσκός, ούτε οικίαν είχε, ούτε φαμιλιάν. Ήτο πλάνης, άστεγος. Πότε εδούλευε με ημεροκάματον σιμά εις τους κολλήγους, τους καλλιεργητάς, πότε έμβαινε παραγυιός εις τους βοσκούς, διά να φυλάγη τας αίγας.

Ενέχυρα τα εργαλεία, ενέχυρα ο κερεστές, οι σκάρες, το ένα ύστερ' απ' το άλλο με τη σειρά τους. Σιγά-σιγά ο παραγυιός έγινε αφέντης και ο αφέντης παραγυιός. «Το περίμενες ποτέ σουΤου λέγανε οι γνωστικοί του πατέρα μου. Εκείνος δε βαρυγνωμούσε. «Έτσι είν' ο κόσμος. Ένας ανεβαίνει κι' άλλος κατεβαίνει». Ως που κατέβηκε στον τάφο και μας άφησε στους πέντε δρόμους. Τακούς;

Και τα λίγα που μένανε, δεμένα στο μώλο. Μπήκε στο χρέος. Ο πατέρας μου φτωχός, κι' αυτός άρχοντας! Μάλιστα. Ο παραγυιός να δανείζη τον αφέντη και να του τώχη και για δούλεψι. Πού τις βρήκε τις σφάντζικες ο κασίδης; Ένας Θεός το ξέρει! Ο κλέφτης καζαντίζει, βλέπεις· ο τίμιος πεινάει Και δος του δανεικά ο πατέρας μου ναπαντήση τα έξοδά του. Και δος του ενέχυρα.

Ο παραγυιός ο Ευθύμης, ένα παιδί δεκάξη χρονών, σήκωσε την ποδιά του και σκούπισε τα μάτια του. Η φουντωτή η λεύκα, ακούνητη μες στην απανεμιά, δε σάλεβε ένα φύλλο της απόψε. Η πυκνή της φυλλωσιά, κατάμαυρη σαν πίσσα, απλωνότανε σα μαύρο σύννεφο απάνω απ' τα κεφάλια των ανθρώπων, βουρκωμένο σύννεφο έτοιμο να κλάψη. Την είχε φυτέψει με τα χέρια του ο μακαρίτης και την καμάρωνε σαν παιδί του.

Μέσ' απ' τις κλειστές πόρτες του μαγαζιού, πίσω στο μικρό περιβολάκι, κάτω απ' τη φουντωτή λεύκα, τρεις χαροκόποι κι' ο παραγυιός του Πέτρου κάνανε την &παρηγοριά&. Ήτανε η τακτική παρέα του μακαρίτη. Μονάχα γι' αυτούς άνοιξε σήμερα η κάνουλα κι' άναψε το τετράγωνο φανάρι, κρεμασμένο από ένα κλαδί της λεύκας. Το σκαμνί του Πέτρου μονάχα ήτανε αδειανό απόψε κ' ένα ποτήρι γεμάτο στη θέσι του.

Τα βουνά γύρω καθρεφτιζόντανε μέσα της πέρα και πέρα με την αστροφεγγιά. Φύλλο δε σάλευε. Βγήκαμε στον ηλιακό ν' ανεσάνουμε, οι τρεις μας, κι ο γέρος. Τώρα που πήγαινε καλά το χτήμα και τονε βοηθούσε και παραγυιός, τονε βλέπαμε συχνότερα σπίτι το γέρο. Καθίσαμε, και σα μιλήσαμε για την Ξέταση, γύρισε ο λόγος και στις δουλειές, στα στερνά μας. Είταν όλοι της γνώμης να μείνω Σκολειό, και να μάθω.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν