United States or Egypt ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Αλλά τότε τί άραγε συμβαίνει; Ευλόγως λοιπόν σ' εκπλήττουν οι λόγοι μου, αφού και εμέ εκπλήττουσιν οι ιδικοί σου. ΑΧΙΛΛΕΥΣ Σκέφθητι, πώς άραγε συμβαίνει τούτο. Και οι δυο τους αυτούς λόγους έχομεν να ανακαλύψωμεν την αιτίαν της πλάνης, διότι ουδείς εξ ημών βεβαίως ψεύδεται.

Τι να ξέρω, γυιέ μου; είπεν υποκριτικώς η Φραγκογιαννού, απέχουσα να εξαγάγη τον άνθρωπον εκ της πλάνης όσον αφορά το βαπτιστικόν της όνομα, είτα επέφερεν. — Από τα ψες λείπω απ' το χωριό. Ήρθα να μαζώξω βότανα στα ρέμματα. — Άκουσε, θεια Γαρουφαλιά, επανέλαβε με απλότητα ο άνθρωπος. Απόψε γεννήσαμε, στο καλύβι. — Γεννήσατε; — Σπαργανίσαμε!

Μακάρι, άξιος ο μισθός σας, είπε και η θειά τ' Αρετώ. Ο Αγκούτσας δεν ήτο ιδιοκτήτης ποιμνίων, ούτε γεωργός, ούτε καν βοσκός, ούτε οικίαν είχε, ούτε φαμιλιάν. Ήτο πλάνης, άστεγος. Πότε εδούλευε με ημεροκάματον σιμά εις τους κολλήγους, τους καλλιεργητάς, πότε έμβαινε παραγυιός εις τους βοσκούς, διά να φυλάγη τας αίγας.

Μετά τριάκοντα έτη επεσκέφθην ως ξένος την πατρίδα και είδα κατεστραμμένην την Χίον και ηρειπωμένην την οικίαν μας. Αλλ' ο πατήρ μου απέθανε πλάνης και φερέδικος, ουδ' είχε πριν αποθάνη την παρηγορίαν να ίδη καν τα τέκνα του ανακτώντα επί ξένης γης την άνεσιν και την ευημερίαν. Απέθανεν ενόσω διήρκει έτι η θλίψις της καταστροφής και της εξορίας η κακοπάθεια.

Αλλ' ο δειλός Ραββίς και η πλάνης γυνή έδειξαν αρκετήν πίστιν ώστε να εμβλέψωσι βαθύτερον εις τους λόγους Του, και ταπεινώς να ζητήσωσι την έννοιάν των, και ούτω να οδηγηθώσιν εις την αλήθειαν. Ουχ ούτως οι ακροαταί ούτοι. Ο Θεός τους είχεν ελκύσει προς τον Χριστόν, και ούτοι απέρριψαν την δωρεάν Του.

Είδα εις τον τάφον γαύρου Βασιλέως να καθίση κάποιος πλάνης πειναλέος· είπε πόσην δόξαν είχε τόνομά του κι' έφυγε τρις πτύσας εις το άγαλμά του. Ήλθε κι' ένας άλλος, λόγιος συγγράφων, και σοφούς χαράξας εις την πλάκα στίχους έκαμεν ευσχήμως δίπλα εις τον τάφον ό,τι κάνει σκύλος αναιδώς 'στούς τοίχους.

Οι γουν φίλοι και ομόφρονές του, έστωντας να μισεύση ο Γεμιστός από την βασιλεύουσαν, διέδωκαν ότι η παιδίσκη εκείνη ήτο εξ ιχώρος ήγουν θεογέννητος — ω της κακοδόξου πλάνης και αθεΐας! — γεννημένη από τον θεόν τον Απόλλωνα και από θνητήν γυναίκα.

Αυτό λαμβάνει την μορφήν μου, και θέλει να πιστευθή μία άλλη ωσάν εμένα, και το επέτυχεν· εσύ δεν με γνωρίζεις πλέον με το να με ανακατώνης με εκείνο, στοχάσου με, σε παρακαλώ, αν ακόμη σου είμαι ακριβή, η καρδιά σου πρέπει να με διαχωρίση αναμέσον της πλάνης, που απατά τα μάτια σου, και κράζω εις μάρτυρα τον Προφήτην ότι εγώ είμαι η βασίλισσα η συμβία σου.

ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Είναι δύσκολο να μην είναι κανένας άδικος σ' ό,τι αγαπά. Μα ας ξαναγυρίσουμε τώρα εκεί που είχαμε καταλήξει. Τι έλεγες; ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Απλούστατα, ότι στις καλύτερες ημέρες της Τέχνης δεν υπήρχαν τεχνοκρίτες. ΓΙΛΒΕΡΤΟΣ. — Μου φαίνεται πως άκουσα αυτή την παρατήρηση πρωτήτερα, Ερνέστε. Έχει όλη τη ζωτικότητα μιας πλάνης κι όλη την οχληρότητα παληού φίλου. ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Είν' αλήθεια.

Ευφρανθήναι δε και χαρήνει έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλώς ην και ευρέθη»· όλα ταύτα όντως είνε θεία τις επιτομή της πλάνης του ανθρώπου και της αγάπης του Θεού, οποίαν ουδέ ους ανθρώπου ήκουσέ ποτε αλλαχού.