United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και βγάζει απ' το κεφάλι εφτύς ο Έχτορας το κράνος και τ' απιθώνει χάμου εκεί καθώς λαμποκοπούσε, κι' όταν το γιο του φίλησε και χόρεψε στα χέρια, στο Δία κι' όλους τους θεούς δεήθηκε έτσι κι' είπε 475 «Περικαλώ σε, Δία μου, θεοί, περικαλώ σας, ας δώσει η χάρη σας κι' αφτός — ο γιος μουμες στους Τρώες όπως κι' εγώ να ξακουστεί, έτσι αντριωμένος πάντα κι' άξιος της Τροίας βασιλιάς.

Τους γαργάλιζαν την όρεξη τωνέ δικώ μας τα παραμύθια εκείνα για μεγάλες και τολμηρές εκστρατείες, κ' η σπουδαιότερη απ' όλες είναι η Αργοναυτική. Ανίσως και δε βρήκαν όσα ο μύθος τους παράσταινε, βρήκαν όμως καινούριες και πλούσιες χώρες. Πιώτερα απ' όλους τους Έλληνες οι Μεγαρίτες, οι Άγγλοι αυτοί της πρώτης Ελληνικής εποχής, μίσευαν κι άνοιγαν το δρόμο στους καινούριους τους κόσμους.

ΠΡΟΣΠ. Εύγε σου, Πνεύμα! Ποίος ευρέθη τόσο σταθερός, τόσον ακλόνητος, ώστε να μείνουν γερά τα λογικά του σε τόση αντάρα; ΑΡΙΕΛ. Παντού της τρέλλας η μάνητα, παντού τα καμώματα της απελπισίας· όλοι, όξω από τους ναύταις, εβούτησαν μέσα στους πικρούς αφρούς, κι' άφησαν το καράβι όλο φλόγες μ' εμένα πιασμένο. ΠΡΟΣΠ. Α! έτσι σε θέλω, Πνεύμα μου! Αλλά δεν εγίνηκε αυτό σιμά στ' ακρογιάλι;

Μα και στην Πρωτεύουσα σαν έμνησκε η Αντωνίνα, κ' έλειπε στους πολέμους ο άντρας της, τονέ βοηθούσε πολεμώντας τις ραδιουργίες των εχτρών του, έχοντας πάντα και τη φιλία της Θεοδώρας. Του στόλου πάλι ναύαρχος είταν ο Καλώνυμος, κ' ύπαρχος του στρατοπέδου, δηλ. γενικός φροντιστής του στρατού, ο Πατρίκιος ο Αρχέλαος. Σαν τοιμάστηκαν όλα πήγε ο Πατριάρχης ο Επιφάνιος κ' έκαμε αγιασμό απάνω στο στόλο.

Κι αλλοίμονο τότε στον τύραννο, στους παρατυράννους και στα τυραννόπουλα. Ένας ένας θα πέφτουνε σαν τσουρουφλιασμένες μυίγες στη φωτιά και θα καίγουνται.

ΓΥΝΗ ΑΟΙΔΟΣ Κυρά, που στους Γολγούς ποθείς και στο Ιδάλιον όρος και στον ψηλό τον Έρυκα να παίζης, Αφροδίτη· πάντοτ' αλαφροπάτητες, σου φέρνουν κάθε χρόνο, μέσ' από τον Αχέροντα, τον Άδωνί σου οι Ώρες· αυτές οι πιο αργοκίνητες από τους αθανάτους, που φέρνουν σ' όλους τους θνητούς κάτι καλό όταν έρθουν.

Στους στοχασμούς μου την ονομάζω κάποτε Μινιόν, γιατί μόνο μ' αυτό τόνομα μπορώ να τη δω έτσι όπως ήρθε κ' έφυγε.

Τη συνειθισμένη του αιώνος φορεσιά των γκαρσονιών την πείραμε για την εσθήτα των Μουσών και ξοδεύομε τον καιρό μας στους μολυσμένους δρόμους και ταποκρουστικά προάστεια των αθλίων πόλεών μας αντί να τον περνούμε στη βουνοπλαγιά με τον Απόλλωνα. Ωρισμένως είμαστε γενεά εκφυλισμένη· επουλώσαμε τα πρωτοτόκια για ένα πινάκιο γεγονότων.

Πείτε, με το χέρι στην καρδιά, σας τα έδωσα εκείνα τα χρήματα ή όχι; Ο φίλος μου απάντησε: ναι. – Τότε ο λιμενάρχης είπε: Ας προσπαθήσουμε να διορθώσουμε την κατάσταση. Εγώ δεν θέλω την καταστροφή σας. Ελάτε σπίτι μου, να η διεύθυνσή μου. Ελάτε αύριο και μαζί θα πάμε στους ανωτέρους σας. –Εντάξει! Την άλλη μέρα όμως ο φίλος μου δεν πήγε. Φοβήθηκε. Φοβήθηκε.

Θάρρος, παιδιά! έλα ας μείνουμε μια στάλα ως που να δούμε, τάχα μαντέβει ψέματα ο Κάρχας ή κι' αλήθια. 300 Τι το θυμόσαστε καλά ακόμα αφτόμαρτύροι είστε όλοι εσείς που η συνοδιά δεν άρπαξε του χάρουσα χτες προχτές, τη σύναξη σαν είχαν τα καράβια μες στην Αβλίδα για να βγουν τους Τρώες να βαρέσουν, εμείς στους άγιους τους βωμούς, στο κεφαλάρι γύρω, 305 σφάζοντας βόδια απ' τους θεούς ζητούσαμε βοήθια στον ήσκιο ωραίας πλατανιάς, όθε έτρεχε καθάριο το ρέματότες φάνηκε μεγάλο 'να σημάδι.