United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχομεν, βλέπετε, να κ ρ α τ ή σ ω μ ε ν τ η ν θ έ σ ι ν μ α ς, ως λέγει ο μωρός εκατοντάδραχμος υπάλληλος, ο νηστεύων μήνας όλους, ίνα πληρώση, — αν πληρώσητην μεταξωτήν εσθήτα της συζύγου του.

Διά τούτο δε, προτιθέμενος να σου διηγηθώ, αναγνώστα μου, ένα παλαιόν, παμπάλαιον μύθον, και αποφασίσας να περιβάλω αυτόν το ένδυμα της εποχής, να του φορέσω δηλαδή λοξωτήν εσθήτα και ψευδή κόρυμβον εντός δικτυωτού κεκρυφάλου και πέτασον ομοιάζοντα προς ανάβαθον πινάκιον, ίνα καταστήσω αυτόν ευπρόσδεκτον εις τας δεσποίνας και δεσποινίδας του καθ' ημάς καιρού, καθ' έν και μόνον όμως δεν κατώρθωσα να πείσω εμαυτόν εις νεωτερισμόν, και αρχίζω ως θα ήρχιζεν η μάμμη μου, ως θα ήρχιζεν η μάμμη όλων σας.

Δεν τον περίπαιξα, πατέρα, απαντά εκείνος θρηνωδώς· μασκαρά μονάχα τον είπα. — Και τι παραπάνω ήθελες να του ειπής; υπολαμβάνει η μήτηρ του, ανισταμένη και αυτή της τραπέζης, και εξετάζουσα λεπτομερέστερον την κηλιδωθείσαν εσθήτα της.

Αγγελική οπτασία με λευκήν και απαστράπτουσαν εσθήτα είχε κατατρομάξει τους φύλακας του τάφου, και είχεν αποκυλίσει τον λίθον από της θύρας του μνήματος εν μέσω των κλονισμών μεγάλου σεισμού.

Ιπταμένη άνω εις το κενόν επί των πτερύγων της αύρας, υψουμένη ολονέν και παραλλάσσουσα κάτωθέν της δρυμούς και βουνά, δεν ησθάνετο φόβον, δεν έτρεμε, δεν ηγωνία, αλλ' έχαιρε τουναντίον και ήλπιζεν. Υψώθη ούτω υπέρ τα σύννεφα, και ίπτατο πάντοτε ταχύτερον, οι δε αστέρες έφευγον όπισθεν αυτής, οιονεί ανοίγοντες δρόμον εις την κολπουμένην υπό του εναερίου δρόμου νυμφικών της εσθήτα.

Εν τούτοις δε πρώτοι οι Αθηναίοι κατέθεσαν τον σίδηρον και ετράπησαν εις άνετον δίαιταν επί το τρυφερώτερον. Απλήν δε εσθήτα και κατά τον σημερινόν τρόπον πρώτοι οι Λακεδαιμόνιοι μετεχειρίσθησαν, οι δε πλουσιώτεροι μεταξύ αυτών παρεδέχθησαν αδιακρίτως την αυτήν δίαιταν του λαού.

Αυτή, η νεκρώνουσα, η συνθλίβουσα, είναι το μεν τέκνον του αέρος, το δε η κραταιά του ποταμού κυρίαρχος: διά τούτο δύναται και εις την υψηλοτέραν κορυφήν του όρους με ταχύτητα δορκάδος να μετεωρισθή, όπου μόλις βαθμίδας διά τα βήματά των οι τολμηροί ορειβάται επί του πάγου πρέπει να τάμωσιν και πλέει και τον ορμητικόν χείμαρον επί των λεπτών φυλλωμάτων ελάτων και πηδά εκεί από του ενός βραχώδους όγκου εις τον άλλον περιβαλλομένη ως διά πτερύγων από την λευκήν χιονώδη κόμην της και την κυανοπρασίνην εσθήτα της, ήτις λάμπει όπως το ύδωρ μέσα εις τας βαθείας της Ελβετίας λίμνας.

Μα τον Νηρέα, τον ανατραφέντα επί των κυμάτων της θαλάσσης, πατέρα της μητρός μου Θέτιδος, ουδέ διά της άκρας των δακτύλων του ο Αγαμέμνωνθα εγγίση την κόρην σου, ουδ’ αυτήν καν την εσθήτα της θα θίξη.

Εις το άκουσμα εκείνο ανήγειρεν η Ιωάννα την κεφαλήν και έμπροσθεν αυτής ίστατο λευκόπτερος νεανίσκος ενδεδυμένος αστράπτουσαν εσθήτα, ίριδα φέρων επί της κεφαλής, ερυθράν λαμπάδα εις την δεξιάν και ποτήριον εις την αριστεράν.

Αυτοί δε οι Ινδοί φορούσιν εσθήτα εκ φλοιού τον οποίον αφαιρούσιν από τους καλάμους, όταν τους κόψωσιν εις τον ποταμόν και τους κοπανίσωσι· πλέκουσι δε τον φλοιόν τούτον ως την ψάθαν και τον φορούσιν εν είδει θώρακος. Άλλοι Ινδοί, προς ανατολάς τούτων οικούντες, είναι νομάδες και τρώγουσι κρέατα ωμά, καλούνται δε Παδαίοι.