United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γύρω ο κήπος γεμάτος σκοτεινό μυστήριο, αναδεύουνταν στα φιλήματα της αύρας, σα ν' ανατρίχιαζε από γλυκειά επιθυμία κι αυτός, κ' η μαγεμμένη νύχτα με την πλούσια αστροφεγγιά της, ανάλυονε ολοένα τις ψυχές τους, και κοίταζε τόρα ο ένας τον άλλον με πικρό παράπονο, με περίσσια ζήλεια. Κι άξαφνα το γεροντάκι που κοιμούνταν τόσο ήσυχα, ξυπνά.

Ουδέν ευαρεστότερον ουδέ ηδυπαθέστερον της μετακομίσεως δι' ερρύθμως κινουμένου και αρμονικώς έρποντος φορείου, καθ' ον χρόνον ο αστερισμός του Σειρίου, ως λέγει ο θείος Όμηρος, «φέρει πολλόν πυρετόν δειλοίσι βροτοίσιν»· τότε λικνιζόμενός τις υπό του αρμονικού τούτου ρόχθου, ριπιζόμενος υπό της διαπνεούσης αύρας, ουδέν ηδυπαθέστερον του να μετακομίζηται ούτως εις δροσερόν αιγιαλόν, όπου το ευρύ του ορίζοντος, το κυανούν της θαλάσσης και το προκλητικόν της ξένης αηδόνος προσδοκώσι τους απλήστους οφθαλμούς και τας ακορέστους ακοάς, χωρίς μηδεμία τύρβη μηδέ μέριμνα ναντιπερισπά τα αισθητήρια του ψυχαγωγουμένου, χωρίς μηδ' αυτή η σεπτή ανάμνησις της παραχρήμα οιχομένης γενεάς να παρενοχλή την φαντασίαν, μήτε οι τύμβοι των ηρώων ναναπέμπωσι μυστηριώδες παράπονον, μήτε τα αίματα των μαρτύρων να βοώσι.

Περιωρίζετο συνήθως εις ακροστιχίδας, προέβαινεν ενίοτε εις εξύμνησιν της αργυράς σελήνης και της εσπερινής αθώας αύρας, ή και απεθρασύνετο μέχρι περιπαθούς θρηνωδίας προς φανταστικήν ερωμένην, σπανίως δε σπανιώτατα ανεκλαδούτο εις επικολυρικόν τι μυθολόγημα, κατά κρατούντα τότε βυρώνειον συρμόν.

Επί μίαν μόνον στιγμήν είχε ρίψει προς αυτούς βλέμμα, αλλά το βλέμμα εκείνο είχεν αναγνώσει εις τα ενδόμυχα των ψυχών των· είχε λαλήσει προς αυτούς ολίγας μόνον λέξεις, αλλ' αι λέξεις εκείναι, όπως η φωνή αύρας λεπτής προς τον Ηλιού επί του όρους Χωρήβ, υπήρξαν τρομερώτεραι του ανέμου και του σεισμού.

Τα νυκτοπούλια έφευγον φοβισμένα από σχοίνον εις κόμμαρον, από αιμασιάν εις δένδρον, προσθέτοντα τον ελαφρόν θρουν των πτερύγων των εις το αβρόν εναρμόνιον φύσημα της αύρας της ορθρίας.

Και μου εζωγράφισε μ' ελκυστικώτατα χρώματα τον μακάριον βίον όπου θα διηρχόμεθα εκεί, συντρόφους έχοντες των πτηνών τα κελαδήματα και της αύρας τους ψιθυρισμούς, κατόπιν, εννοείται, των άλλων, υλικοτέρων απολαύσεων, άνευ των οποίων, τα άυλα εκείνα, τα ασύλληπτα, αποβάλλουν πολύ, ως γνωστόν, του φυσικού των θελγήτρου. — Λίγη υπομονήεπρόσθεσεν ο φίλος μου.

Ο μπάρμπα-Κωνσταντός ηκολούθησε κατ' αρχάς επί πολύ τον κύριον δρόμον, όστις ήτο μοναδικός και ευδιάκριτος υπό το φως της σελήνης, μόνην συντροφίαν έχων τους θάμνους, όσοι ίσταντο δεξιά και αριστερά διαχαράσσοντες την οδόν, τα δένδρα τα οποία ελάμβανον φανταστικά σχήματα ή εσχημάτιζον σκιάς εν μέσω των οποίων το όμμα έβλεπε πολλάκις φάσματα και ακινήτους ανθρώπους, τους βράχους οίτινες, καθόσον επλησίαζε προς την βόρειον ακτήν, επληθύνοντο κ' εξετόπιζον τα δένδρα, το δειλόν κελάδημα ολίγων πτηνών κρυμμένων εις τας λόχμας, τον κρότον της αύρας σειούσης τους κλώνας και τας κορυφάς των δένδρων, και τον μυστηριώδη θρουν της φυλλάδος τον παραγόμενον υπ' αγνώστων νυκτερινών πλασματίων, υπό μικρών κατωτέρων πνοών κρυπτουσών την υπαρξίν των εν μέσω του σκότους και της μοναξιάς.

Οι τρεις νεαροί βοσκοί, κρατούντες τας λαμπάδας των χαμηλά με την αριστεράν, περισκέποντες το φως με την δεξιάν από της προσπνεούσης νυκτερινής αύρας, ενώ η σελήνη, υψηλά αναπλέουσα τον ουρανόν, είχε κρυφθή εις σύννεφα, έτρεξαν πρώτοι εμπρός, ο δε πρώτος αναγγείλας την είδησιν αιπόλος ήρχετο οπίσω.

Εγώ, αφήσας την Φάρσαλον και τον Πηλέα τον πατέρα μου, μένω εδώ εις τον Εύριπον, μόλις διαπνεόμενον υπό αύρας ασθενούς, και μετά κόπου συνέχω τους ανυπομονούντας Μυρμιδόνας.

Είπεν αμέσως με χαράν η θεια-Αννούσα. Η Θωμαή προς το άκουσμα τούτο το απροσδόκητον έκλινε το σώμα της προς το στήθος της γραίας, παράλυτον, ως να είχε λιποθυμήσει. Η γλώσσα της εκόλλησεν εις τον φάρυγγα ακίνητος και δεν ηδύνατο να ομιλήση αλλά μία αιφνιδία της πρωινής αύρας ριπή την συνεκράτησε. Και πάραυτα πάλιν συνήλθε.