United States or India ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ουδέν ευαρεστότερον ουδέ ηδυπαθέστερον της μετακομίσεως δι' ερρύθμως κινουμένου και αρμονικώς έρποντος φορείου, καθ' ον χρόνον ο αστερισμός του Σειρίου, ως λέγει ο θείος Όμηρος, «φέρει πολλόν πυρετόν δειλοίσι βροτοίσιν»· τότε λικνιζόμενός τις υπό του αρμονικού τούτου ρόχθου, ριπιζόμενος υπό της διαπνεούσης αύρας, ουδέν ηδυπαθέστερον του να μετακομίζηται ούτως εις δροσερόν αιγιαλόν, όπου το ευρύ του ορίζοντος, το κυανούν της θαλάσσης και το προκλητικόν της ξένης αηδόνος προσδοκώσι τους απλήστους οφθαλμούς και τας ακορέστους ακοάς, χωρίς μηδεμία τύρβη μηδέ μέριμνα ναντιπερισπά τα αισθητήρια του ψυχαγωγουμένου, χωρίς μηδ' αυτή η σεπτή ανάμνησις της παραχρήμα οιχομένης γενεάς να παρενοχλή την φαντασίαν, μήτε οι τύμβοι των ηρώων ναναπέμπωσι μυστηριώδες παράπονον, μήτε τα αίματα των μαρτύρων να βοώσι.

Και αυτής ο πολυμήχανος απάντησε Οδυσσέας• «Σεπτή θεά, μη μου οργισθής για τούτο• κ' εγώ ξεύρω 215 παρά πολύ 'που ταπεινή θα εφαίνονταν εμπρός σου η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς τ' ανάστημα, 'ς το κάλλος• κείνη θνητ' είναι, αθάνατη εσύ και αγέραστ' είσαι. αλλ' όμως πάντοτε ζητώ και θέλω εις την πατρίδα να φθάσω, της επιστροφής να ίδω την ημέρα. 220 και αν εις τα μαύρα πέλαγα θεός πάλι με κρούση, καρδιάν έχω φερέλυπη και θέλει το υπομείνω• ότ' ήδ' υπόφερα πολλά, πολλά 'χω κακοπάθει, ‘ς ταις μάχαις καιτα κύματα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη».

Είπε, και σκιάχτηκε η θεά, η γελαδόματη Ήρα, και φοβισμένη απάντησε διο φτερωμένα λόγια 35 «Σ' αμώνω τώρα μα τη Γης, μα τα ουράνια απάνου, και μα τη μελανόχυτη της Φρίκιας καταβόθρα, π' όρκος ο πιό 'ναι φοβερός με τους θεούς και δέτης, μα τη σεπτή σου κεφαλή, το νυφικό μας στρώμα, το στρώμα εγώ που ψέφτορκα στο στόμα μου δεν πιάνω, 40 σου τάζω ο σείστης Ποσειδός δε βλάφτει απ' αφορμή μου τους Τρώες και τον Έχτορα, ή και βοηθάει Αργίτες, Μον θαν τον σπρώχνει αφτόθελα μέσα η καρδιά, γιατί είδε και πόνεσε τους Αχαιούς πούταν στενά ζωσμένοι.

Και ως τ' άκουσε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας εφάρμοσε το σκέπασμα, κ' ευθύς έδεσε κόμπο, πολύτεχνον οπού η σεπτή του 'χε διδάξ' η Κίρκη. και η κελλάρισσα να εμβήτον έτοιμον λουτήρα του είπε• και θερμά λουτρά άμ' είδ' εχάρη εκείνος• 450 ότ' είχε απεριποίητο πολύν καιρόν το σώμα, της Καλυψώς τα μέγαρα απ' όταν είχε αφήσει, όπ' εύρισκεν ωσάν θεός την κάθε ανάπαυσί του. και η δούλαις ως τον έλουσαν και με το λάδι εχρίσαν, και τον εφόρεσαν καλήν χλαμύδα και χιτώνα, 455 απ' τον λουτήρα εκίνησε να σμίξη τους συνδείπνους. και η Ναυσικά από τους θεούς με κάλλος στολισμένη της καλοκάμωτης σκεπής σιμάτον στύλο εστάθη. εθαύμαζε κυττάζοντας αυτή τον Οδυσσέα, κ' είπε με λόγια πτερωτά• «Χαίρε, σου λέγω, ω ξένε, 460 όπως οπόταν ευρέθηςτην γην την πατρικήν σου μ' ενθυμηθής, 'που την ζωή πρώτα χρωστάςεμένα».

Εκεί τους είδα νάχουνετη μέση τους, σε θρόνο, Θρόνο διαμαντοκόλλητο Τον Άγιον εκείνον Τον πατριάρχητη σεπτή Πόλι των Κωνσταντίνων, Στεφανωμένον με δαφνιάς Ένα μεγάλο κλώνο. Τους ευλογάει κι' άρχισε Με δάκρυα να λέη Της Κωνσταντινουπόλεως Των σκυλομουσουλμάνων Ταις εκβιάσεις και σφαγαίς Των τούρκων, των τυράννων, Και τη σκληρή κρεμάλα του. Και χαίρεται, και κλαίει. . . .

ΠΟΛΩΝΙΟΣ Τέλος εις την υπόθεσιν αυτήν καλόν εδόθη. — Βασιλειά μου σεπτέ, σεπτή Βασίλισσά μου, εάν έμελλ' εδώ να στρώσωμε ομιλίαν, ποιαν πρέπει να 'χη θέσιν η Μεγαλειότης, τι 'ναι το σέβας, και διατί 'ναι η 'μέρα ημέρα, η νύκτα νύκτα, και ο καιρός καιρός, θα ήταν αυτό χαμός καιρού, νυκτός και ημέρας· όθεν, αν το πνεύμα ψυχήν την συντομίαν έχει, και σώμα και στολίδι την πολυλογίαν, θα 'μαι συντομολόγος.

αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 380 «Ω Θε μου, πόσο ανήλικον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε, σ' έρριξε η μοίρ' απ' τους γονείς μακράν και απ' την πατρίδα! και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω• εάν τότ' ερημώθηκε πλατύδρομη ανδρών πόλις, οπού ο πατέρας και η σεπτή μητέρα σου εκατοίκαν• 385 ή σ' ηύραν άνθρωποι κακοί με τα κοπάδια μόνον, σ' επήραντα καράβια τους, κ' εκείθε σ' επεράσαντου ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός σ' έχει αγοράσει».

Η παραγγελία του Γύφτου, σεπτή ως πατρική διαθήκη, έμελλε να μένη εσαεί ανεκτέλεστος, αν ο Μάχτος, όστις είχεν ίσα δικαιώματα επί της υστάτης βουλήσεως του πατρός, δεν ήρχετο τρία βήματα όπισθεν και δεν ήκουε κλοπηδόν τας λέξεις ταύτας: «Αποκάτω από το καμίνι, τρεις πιθαμαίς να μετρήσης, δεξιά, κοντά εις την αγκωνή, εκεί τα έχω.

Θα τους κατατάξω δε κατ' επαγγέλματα και πρώτους θα αναφέρω τους ηγεμόνας και στρατηγούς, εις αυτούς δε θα καταλέξω και εκείνον τον οποίον ανήγαγε σεπτή τύχη εις το ανώτατον αξίωμα του μεγάλου και θειοτάτου αυτοκράτορος προς ευτυχίαν της οικουμένης, ήτις υπακούει εις τους νόμους του.