United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Σ' ό,τι θα ειπώ προσέξετε, λευκόχεραίς μου κόραις• όχι, 'ς το πείσμα των θεών του Ολύμπου αυτός ο άνδρας 240 τους ισοθέους Φαίακαις να σμίξη εδώ δεν ήλθε. ότι άμορφος προτήτερα μου εφάνηκε πως ήταν• και τώρ' ομοιάζει των θεών των ουρανοκατοίκων. κ' είθε παρόμοιος σύντροφος να ονομασθή δικός μου, 'που να 'στεργεν εγκάτοικος εδώ μ' εμάς να μένη. 245 αλλά δόστε, θεράπαιναις, βρώσι, πιοτό του ξένου».

Το πρωί που εγύριζα στο μπρίκι από ένα Γαλαξειδιώτικο, κάνω έτσι και βλέπω τον «Αϊνικόλα» του καπετάν Τραγούδα. Μπρε, σαν τα χιόνια! Καιρούς και χρόνια είχα ν' ανταμώσω με τον φίλο μου. Δεκαπέντε κλειστά, όταν εμίσεψε από το νησί μας κ' επήγε να σμίξη με μια πιπεροχήρα στην Ατάλεια. Έλεγαν πως το ηύρε καλά με τη χήρα· παρά με ουρά. Έχτισε το μπαρκομπέστια κ' εφόρτωνε για λογαριασμό του.

Από εμέ, 'πού ευγενώς τόσο την αγαπούσα ώστε με την ευχήν του γάμου αδελφωμένη εβάδιζεν η αγάπη, να ξεπέσηέναν αχρείον και γυμνόν απ' όσαιςεμέ χάρες η φύσις είχε δώση· αλλ' όπως δεν κλονείται η αρετή ποτέ κ' εάν η αναισχυντία με σχήμα θείο προσπαθεί να της αρέση, ομοίως κ' η ασέλγεια , και αν τύχη να σμίξη μ' άγγελον φωτεινόν, και αφού την ουρανίαν κλίνην χαρή θα στρέψητο ψοφίμι.

Ό νάνος κοιμώτανε, όπως πάντα, στο δωμάτιο του Βασιληά. Όταν πίστεψε ότι όλοι κοιμώντανε, σηκώθη και ανάμεσα στο κρεββάτι του Τριστάνου και της Βασίλισσας έχυσε την ψιλή φαρίνα. Αν ο ένας από τους αγαπητικούς πήγαινε να σμίξη τον άλλο, η φαρίνα θα έδειχνε το ίχνος των βημάτων. Αλλά καθώς τη σκορπούσε, ο Τριστάνος, που έμεινε ξύπνιος τον είδε.

Όσο πήγαινε σίμωνε η περπατηξιά, ώσπου φάνηκε κάτι σα γυναικήσιο κορμί μπροστά του, κάτι που το σκέπαζε φερετζές. Κάνει να της μιλήση, και πιάνεται η μιλιά του. Ξεχύνεται να την πάρη στην αγκαλιά του, μα η γυναίκα απλώνει φοβισμένη το χέρι και του λέει να μη σμίξη κοντά της. Έχει μήνυμα να του πη.

Και λογάριαζε να σμίξη τις μελέτες του και να γράψη ένα έργο που να αποδείξη στον κόσμο μια γενιά με όλες τις αλλαγές που έκαμαν οι καιροί, ως τα σήμερα. Φανταζότανε πως ένα τέτοιο έργο αν έφτανε στο τέλος του, θα ήταν αρκετό να τιμήση και να δοξάση κάθε σοφό της εποχής του. Μα τώρα αναγκάστηκε να τ' αφήση ή να τ' αναβάλη. Για πόσον καιρό ποιος το ξέρει;

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Αρκάδιος, Ρουφίνος, Ευτρόπιος Όσο κι αν πάσκισε ο Θεοδόσιος να σμίξη τους βαρβάρους με τα ντόπια στοιχεία και να ψαλιδίση τα φτερά τους μ' αυτή την πολιτική, τέτοια δουλειά δεν μπορούσε να γίνη άψε σβύσε. Αν τύχαινε και τούμοιαζε ο διάδοχος του, άλλος ο λόγος. Ο Αρκάδιος όμως, ο διάδοχος της Ανατολής, δεκοχτώ χρονών αγώρι, δεν πήρε από τον πατέρα του.

Χαρά στην νια την ώμορφη, που την καρδιά θ' ανοίξη Και με το κρύο το μάρμαρο τα χείλη της θα σμίξη! Ένα πουλάκι λάλησετης ποταμιάς τα δέντρα, Ένα πουλάκι οπού λαλεί τον Μάη με την αυγούλα Κι' οπού ξυπνάει τους πιστικούς, ξυπνάει τους καρβανάρους, 'Τούς καρβανάρους στ' άλογα, τους πιστικούς στα γίδια. Εξύπνησ' έναν γέροντα, γέροντα καρβανάρον, Που κόνευε στην ποταμιά παράμερα του δρόμου.

Ο Αγαθούλης πούλησε δυο μικρά διαμάντια, που το μικρότερό τους άξιζε περισσότερο απ' όλα τα χρήματα, που ζητούσε ο πλοίαρχος. Τον προπλήρωσε, τα δυο πρόβατα μπαρκαριστήκανε πρώτα. Ο Αγαθούλης ακολουθούσε μέσα σε μια μικρή βάρκα για να σμίξη το πλοίο στο λιμάνι· ο πλοίαρχος προλαβαίνει, ανοίγει τα πανιά, ξεκινάει, ο αέρας είναι πρίμος.