United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είταν πια αρραβωνιαστικιά μου. Από μικρή την αγαπούσα· την ήθελα από μικρή. Είμουν αγώρι, το θυμάσαι, και σου μιλούσα για τη Μοιρίτα. Ότι έγινα άντρας, πήγα να τη ζητήσω.

Είνε κι ο αποξύστης μας, Κωσταντή, κ' έχει κι αυτό να πη. Τριώ μηνών τηνέ βύζανα σάνε συχωρέθηκε ο μακαρίτης ο κύρης σου. Και γύρισε και μου είπε ο καημένοςΔέσπω, η Αρετούλα στα χέρια σου. Και σφάληξε τα μάτια του και πια δεν τα ξανάνοιξε. Το θυμάσαι. Δώδεκα χρονών αγώρι σ' είχα τότες. Πέρασαν τα χρόνια και φύγανε. Μεγάλωσαν τα παιδιά μου, κ' η Αρετούλα μας έγινε κοπέλλα κι αυτή.

Λες και τα προμάντευε αυτά ο Κωσταντίνος σάνε χάραζε ελληνικά ψηφιά στο λάβαρό του απάνω. ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ο Ζήνωνας Αφήκε ο Λέοντας δυο θυγατέρες· η μεγαλήτερη, η Αριάδνη, είχε παντρευτή τον Ίσαυρο το Ζήνωνα, κ' έκαμε αγώρι που ονομάστηκε κι αυτό Λέοντας καθώς ο παππούς του. Τεσσάρω χρονών κηρύχτηκε Αύγουστος ο δεύτερος αυτός Λέοντας μ' επίτροπο τον πάτερα του Ζήνωνα.

Τέτοιο εμπόδιο δίχως άλλο του στάθηκε ο Κρίσπος. Τον αρπάζουνε λοιπόν από τη μέση μια μέρα οι στρατιώτες, τονέ ρίχνουνε στη φυλακή και τονέ θανατώνουν. Παρόμοιος πολιτικός λόγος τον έσπρωξε και σ' άλλη αγριώτερη πράξη, τότες που πρόσταξε και σφάξανε δώδεκα χρονών αγώρι τανίψι του, το παιδί του Λικινίου.

Με την ευκή μου, παιδιά μου, με την ευκή μου να είνε, κι ας τονε σκεπάζουν κάποτες τον ήλιο και σύννεφα. Κωστ. Μαννούλα, τι λες; Άσπρη μέρα μας ξημερώνει και σύννεφα βλέπεις; Καλώς να σε βρω, χρυσή μου γριά, ίσως και μας ξανάμπη στον τόπο της η καρδούλα σου. Δέσπω. Καλώς να ορίσης, αγώρι μου. Με τις υγειές σου και καλώς όρισες, Κωσταντή μου, και να σε χαιρούμαστε, χρυσέ μου γαμπρέ.

Αυτός, που τον τρόμαζε Τούρκος σαν τάβαζε μαζί του, τώρα με του αδερφού του τη φοβέρα λαφιάστηκε, τάχασε, και με σπαραχτική αγωνία απορούσε ποιος να θυσιαστή, αυτός κ' η γυναίκα του, ή ο ακριβός του ο Πανάγος, το γνωστικό του αγώρι, που ως τα προχτές ακόμα σα γονιός το νοιαζότανε να μην πέση σε μιας μαζώχτρας νύχια, και κείνος τον άκουγε, κι ως τόσο πού να το φαντάζεται τώρα

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Αρκάδιος, Ρουφίνος, Ευτρόπιος Όσο κι αν πάσκισε ο Θεοδόσιος να σμίξη τους βαρβάρους με τα ντόπια στοιχεία και να ψαλιδίση τα φτερά τους μ' αυτή την πολιτική, τέτοια δουλειά δεν μπορούσε να γίνη άψε σβύσε. Αν τύχαινε και τούμοιαζε ο διάδοχος του, άλλος ο λόγος. Ο Αρκάδιος όμως, ο διάδοχος της Ανατολής, δεκοχτώ χρονών αγώρι, δεν πήρε από τον πατέρα του.

Άνοιξε να φέξη πάλι ο κόσμος, ναναστηθή η ψυχή μου. Λυπήσου με, Αρετούλα, και χάνουμαι. Σαν το κερί τη λυώνεις τη νιότη μου, αυτή τη νιότη που πλάστηκε για τα σένα. Μην το πης πως είμαι της φτώχειας αγώρι, γεια μόνο νάχουν αυτά τα χέρια, που μπορούν παλάτι να χτίσουν και να κάθεσαι μέσα μυριοκαμάρωτη. Αχ, του κάκου! Κατεβαίνει το σκοτάδι στη γης και τη σαβανώνει.