United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτό το παιγνίδι του Σβεν κοίταζε η μικρή Μάρθα και τέλος τονέ ρώτησε τι έκανε κει. — Δε βλέπεις; Παίζω στη χλόη, είπε ο Σβεν. Και ξαφνισμένος άνοιξε πλατιά τα μάτια του. Όχι, η Μάρθα δεν το εννοούσε, μα αφού είδε το Σβεν να παίζη τόση ώρα εκεί, νόμισε πως έπρεπε να είναι κάτι πολύ διασκεδαστικό και κάθησε κι αυτή κοντά του.

την άγνοιαν μη μ' αφήσης να πνίγωμαι, αλλ' ειπέ, διατί τ' αγιασμένα κόκκαλά σου, οπού τα 'χαν νεκροσυγυρίση, τα σάβανά των έσπασαν; Διατί το μνήμα, 'πού σ' είδαμε κλεισμένοντην ανάπαυσίν σου, τ' ασάλευτ' άνοιξε σαγόνια του μαρμάρου να σ' απολύση οπίσω; Τι σημαίνει τούτο, ότι συ, λείψανο, πατόκορφα ωπλισμένος, πάλι έρχεσαι να ιδής τα φέγγη της σελήνης, την νύκτα ν' ασχημίζης, ώστ' εμείς, της φύσεως τα εμπαίγματα , τόσο φρικτά να κλονισθούμε με στοχασμούς οπού δεν φθάνει ο νους του ανθρώπου; Ειπέ διατί γίνεται αυτό; Προς τι; Τι πρέπει να πράξωμεν εμείς;

Άνοιξε, άνοιξε την θύρα• γρήγορα να μην αργώ. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ω Ηρακλή! τι ειν' αυτά τα ζώα; Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Σου φαντάζουνε παράξενα; Έλα λοιπόν! σαν τι θαρρείς πως μοιάζουνε; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Σαν Λάκωνες αιχμάλωτοι της Πύλου. Ε, κι' αυτοί γιατί κυττάν' όλο τη γη και στέκονται σκυφτοί; Ο ΜΑΘΗΤΗΣ Ψάχνουν τη γη. ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Γυρεύουνε βουρβιά;

Είπε, κ' εκείνοι εφώναξαν σφικτά και την εκράξαν. και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, 230 και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι• έμειν' οπίσ' ο Ευρύλοχος, ότι εδοκήθη απάτην. και μέσ' αυτή τους οδηγεί, εις θρόνους τους καθίζει, και τους ζυμόνει μ' άλευρα τυρί και ξανθό μέλι με κρασί Πράμνειο• κ' έσμιγεν εις το φαγί βοτάνια 235 φθοροποιά, να λησμονούν καθόλου την πατρίδα. και ως το 'δωσε και το 'πιαν, τους κτύπησεν εκείνη με ραβδί 'που 'χε, κ' έκλεισεν αυτούςταις χειρομάνδραις. κ' εκείνοι χοίρων κεφαλαίς, φωνή, και τρίχαις είχαν, και όλο το σώμ', αλλ' έμεινεν ο νους ως ήταν πρώτα. 240

Σηκώθηκε βιαστικά κι άνοιξε το παράθυρο. Έξω χαμόφεγγε ακόμη. Ο ήλιος βασίλεψε, μα η φεγγοβολή του έβαφε χρυσά και μενεξεδένια τα συγνεφάκια. Η βρύση της αυλής μουρμούριζε συγκρατητό και βαθύ παράπονο. Τ' ανθισμένο αγιόκλημα κ' οι τριανταφυλλιές έχυναν άρωμα δυνατό και του πείραζαν τα νεύρα.

Λόγο πια δεν άνοιξε το στόμα της να μου πη για κείνη την τρέλλα η κακόμοιρ' η μάννα, τότες που ανέβηκε με τα μεγάλα τα μαντάτα· πως είτανε, λέει, ο γαμπρός αυτός με ταδέρφια μου, και να βάλω τα νυφικά! Πήγανε να με τρελλάνουνε με τη βιάση τους, και καλά να στολιστώ και να βγω με το δίσκο. Ποιος ξέρει τι κούτσουρο του φάνηκα σαν πρωτοβγήκα μπροστά του!

Έτρεξαν οι γιατροί, μαζεύτηκαν όλοι γύρω της. Μα η γιαγιά δεν εμίλησε. Μέρες πολλές δεν έβγαλε λόγο. Καθότανε σαν πεθαμένη στο κρεββάτι της και μόνο κινούσε κάποτεκάποτε το δεξί της χέρι στον αέρα, για να ζητήση κάτι. Εγώ έμπαινα κρυφά στην κάμαρά της, της έπιανα το χέρι της και το φιλούσα. — Γιαγιά! άνοιξε το στόμα σου, γιαγιά, και πες μου τι έγινε το βασιλόπουλο. Πες μου το εμένα κρυφά.

Ω φίλε, άνοιξε τα μάτια σου και ξαναγνώρισε τον αγαπημένον σου ξένον· εγώ είμαι εκείνος, που εσύ με μεγάλην μεγαλοπρέπειαν και αγάπην με εδέχθης εις το σπήτι σου και με εδώρησες τόσα υπέρπλουτα πράγματα, που υπερβαίνουν τα πλούτη των βασιλέων.

Φθάνοντας τέλος πάντων ο Ορμώζ πλησίον της εκάθισεν εις ένα θρονί κοντά της· και ρίχνοντας τους οφθαλμούς του επάνωθέν της γεμάτους από αγάπην και πόνον, της είπε· Βασίλισσα μου αγαπητή και παμπόθητη, άνοιξε, σε παρακαλώ, τους οφθαλμούς σου, και θεώρησε τον κακότυχόν σου νυμφίον, ότι η κατάστασις, εις την οποίαν ευρίσκεσαι, μου διαπερνά την καρδίαν.

Στη γλυκεία φωνή που ακούω να σπαρταρά, Χριστέ μου, κάνε με σκληρός να μείνω, αλόγιστος σαν το κοντάρι εκείνο, που σ' άνοιξε τη θεϊκή σου την πλευρά. Η ΜΑΝΝΑ. Δήτε τον. Όλο και τον ουρανό κυττάζει. Στα σωθικά μου η λαλιά του λες μολύβι αναμμένο στάζει. Πήτε μου, είπε τίποτε; Μαννάδες, βαστάτε με και μώρχονται ζαλάδες. Ο κόσμος γύρω μου σαν να χαλνά. ΜΑΝΝΑ. Για μια γυναίκα φαίνεται μιλά.