Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025


Τότε γυρίζει ο Κωνσταντής με δάκρυα και της λέγει: — Πάρε κλωστές ολάργυρες, χρυσές και μεταξένιες, Που νάχουν τόσα χρώματα, όσα έχουν τα λουλούδια Των λειβαδιών την άνοιξη, το Μάη, το καλοκαίρι, Ασπροκαθάριες, κίτρινες, σταχτιές, γαλάζιες, μαύρες, Ασπρόμαυρες, κεραμιδιές, μουντές, κροκιές, γεράνιες, Άλικες, βαθυκόκκινες, τριανταφυλλιές, κρασάτες, Πράσινες, μαυροπράσινες, καφιές και καστανάτες, Κι’ ολόγυρα στον ξακουστό και θείον Παρθενώνα Κέντα μια Ελλάδα απέραντη, πανένδοξη, μεγάλη.... Ελλάδα του Θεμιστοκλή, Ελλάδα του Αλεξάντρου, Που να ξαπλώνεται βαρυά σ’ Ανατολή και Δύση.... Κι’ ανάμεσα απ’ Ανατολή κι’ ανάμεσα από Δύση.

Το πράσινο χορτάρι, οι τριανταφυλλιές κ' οι μηλιές, το πουλί που πηδά και κάμνει σκαλοπάτι το κλαδί, ο ήλιος και το καλοκαίρι, αφτά μου αρέσουν κι αφτά ξέρω τώρα. Αφτά μου έμαθαν τι είναι η ζωή· αφτά είναι η ζωή· η ζωή μου είταν αφτά. Μου θυμίζουν τα παλιά τα χρόνια και για τούτο ταγαπώ. Αφτά μου απόμειναν κι άλλο τίποτις δεν έχω. Σα νάδειασε ο κόσμος με μιας.

Εχώθη μέσα εις τα γιασεμιά, εις τις τριανταφυλλιές, εις τα αιγοκλήματα έωςτις τελευταίες των άκρες. Αλλά σε λίγο ήρχισε να την βασανίζη μία στενοχώρια, πόσα ήθελε να ερωτήση, πόσα ανυπομονούσε να μάθη, και όμως κάτι της έσφιγγε δυνατά το στόμα. Πνίγομαι, εσυλλογίσθη· ήκουσε τότε μακρυά εις το δάσος να κελαϊδή το αηδόνι.

Ο Χαγάνος εγνώρισε τη Ροδόπη και τον πήρανε τα δάκρυα. Τι σκοτωμός που έγινε ώσο να το πάρουν αυτό το βουνό! Μα τώρα φέγγει από τις τριανταφυλλιές! Μην είνε τάχα το αίμα των δικών του και στολίζει ακόμα την έρημη πλαγιά; — Διαολεμένος άνθρωπος, αλήθεια· εψιθύρισε αναστενάζοντας. — Δε φαντάζεσαι, αφέντη! Άμα βάλη κατιντί στο νου του δε μπορεί τίποτα να τον μποδίση. Από λόγια δεν ξέρει.

Σηκώθηκε βιαστικά κι άνοιξε το παράθυρο. Έξω χαμόφεγγε ακόμη. Ο ήλιος βασίλεψε, μα η φεγγοβολή του έβαφε χρυσά και μενεξεδένια τα συγνεφάκια. Η βρύση της αυλής μουρμούριζε συγκρατητό και βαθύ παράπονο. Τ' ανθισμένο αγιόκλημα κ' οι τριανταφυλλιές έχυναν άρωμα δυνατό και του πείραζαν τα νεύρα.

Κόλλησε η κόρη τα μάτια της απάνω του και χαμογέλασε. — Ήρθα να σ' εύρω· είπε· δεν το περίμενες ; — Αλήθεια! τι κουτός που είμαι!... Να κυττάζω την ανατολή και να μη σκεφτώ πως θα πρωτοϊδώ εσένα. Και πάραυτα με παιδιάτικη αφέλεια, άρχισε να κόβη ρόδα από τις σκαλωμένες στον τοίχο τριανταφυλλιές και να τα ρίχνη βιαστικά, ένα με τ' άλλο απάνω της. — Ελπίδα! Ελπίτσα! θα σε θάψω με τα ρόδα μου.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν