United States or Jordan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φτερανεμίστηκε η χαρά, θρονιάστηκεν η λύπη Έπαψαν τα λαλούμενα και τα γλυκά τραγούδια Κι’ ο Γιάννος πο τη λύπη του και την απελπισιά του Έπεσε αμέσως άρρωστος βαρυά για να πεθάνη. Δέκα γιατροί μπαινόβγαιναν, και δέκα παραστέκαν Στου Γιάννου το προσκέφαλο, στου Γιάννου το κρεβάτι, Και γιατρικό δεν βρίσκονταν και βότανο κανένα της πονεμένης του καρδιάς τον πόνο να γιατρέψη.

Είναι παιδί του πατέρα του.... Ο αρχηγός του καρβανιού, ο Ρόβας, ακούοντας, ότι ήθελαν να ξυπνήσουν το παιδί για να κάμη την κρίση, και παίρνοντας το πράγμα γι' αστείο, τους είπε: — Τι λόγια, ωρέ, είν' αυτά που λέτε; Αφήστε το παιδί να κοιμηθή. Τι ξέρει αυτό; — Όχι! όχι! — εφώναξαν πολλοίπρέπει να ξυπνήσωμε το παιδί. Δύο τρεις άρχισαν να ξυπνούν το παιδί, που κομώνταν βαρυά.

Θυμώνταν πως το βύζανε, όταν είταν μικρό, θυμώνταν πώς το κουνούσε στη σαρμανίτσα και πώς το νανούριζε με ώμορφα και με αγκαιροφκιασμένα τραγουδάκια, θυμώνταν πώς το ζαλόνονταν, όταν πήγαινε στ' αμπέλι, στο θέρο, στο σκάλο, στα μαντριά.., θυμώνταν πώς το είχε τάξει στη Μεγαλόχαρη, όταν της είχε αρρωστήση βαρυά μια φορά, θυμώνταν όταν τώστελνε στο σκολειό.

Το τραγικόν τούτο γεγονός διεσώθη έν τινι δημοτικώ άσματι εσχάτως δημοσιευθέντι, εξ ου και παραθέτω μόνον τους τελευταίους πέντε στίχους. Κι ο Κωσταντάρας τάκουσε βαρυά του κακοφάνη. » Μωρέ παιδί της ξακληριάς και του διαβόλου αγγόνι » Μου ντρόπιασες την λεβεντιά και τ' άσπρα μου τα γένεια, « Κάλλιο να κλάψω μια φορά, παρά να κλαίγω πάντα. » Το γιαταγάνι ετράβηξε και σαν αρνί το σφάζει.

Η μανία ωστόσο να θέλουν οι προκομμένοι αλλιότικην γλώσσαν από την κοινήν, για να ξηγούνται, εμόλεψε όλα τα Γένη στους καιρούς οπού εκείτουνταν βαρυά άρρωστα από την ανάγκην της αμάθειας! αφορμής οπού τους έκανε να φαντάζωνται, πως η προκοπή προέρχεται από λόγια, οπού δεν απεικάζονται από όλους, και όχι από ιδέαις, και πως, η διαφορά από σπουδαίον ως αμαθή, είναι ο διαφορετικός τρόπος της ομιλίας, και όχι η πλούσια και ταχτική, ή η φτωχή και άταχτη παράσταση των ιδεών τους.

Ένα πρωί ανοιξιάτικο, που η πλάση αλάκερη πεντοβολούσε απ' τις μυρωδιές, μέσα σ' ένα δροσάτο φως, τα περιβόλια κ' οι ακρογιαλιές δεν είδανε τον Πέτρο και τη Μαρία. Ο Πέτρος ήτανε βαρυά πεσμένος στο στρώμα.

ΡΩΜΑΙΟΣ Τον εαυτόν μου έχασα· δεν είμ' εδώ· Ρωμαίος δεν είν' αυτός που σου λαλεί· είναι αλλού εκείνος, ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Ειπέ μου τώρα σοβαρά ποιαν αγαπάς; ΡΩΜΑΙΟΣ Τι θέλεις; Ν' αναστενάξω και να ‘πώ; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Ν' αναστενάξης; όχι· πλην σοβαρά, ποια είν' αυτή 'που αγαπάς, ειπέ μου. ΡΩΜΑΙΟΣ ‘Πέ σοβαρά τον ασθενή να κάμη διαθήκην! 'Σ ένα που κείτεται βαρυά, βαρύς ο λόγος είναι.