United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ώρα την ώρα την πήρε ο ύπνος και αηδονάκια νανουρίζανε τον ύπνο της κι' ο γεροπλάτανος μουρμούριζε στους διαβάτες μη λάχη και την ξυπνήσουν. Ο κυνηγός, με το τουφέκι στον ώμο, στάθηκε αγνάντια και την κύτταζε. Του φάνηκε σα μεσημερνή νεράιδα πούκανε την κοιμισμένη, καρτερώντας να του πάρη τη μιλιά. Κ' έμεινε βουβός ώρα πολλή κυττάζοντάς την. Μα και νάθελε να μιλήση δεν μπορούσε.

Κι όχι πουλιά και μήτε αηδόνια τον ερχομό σου εδώ να υμνήσουν, άλλοι ήχοι θέλω να ξυπνήσουν κι άλλο ψιθύρισμα στα κλώνια. Τον κάμπο δες πως πέρα απλώνει· έτσι ήταν που άπλωνε το χιόνι, έτσι το κύμα ήταν στρωμένο, έτσι ήταν που περνούσες μόνη· ήταν το αέρι ξυπνημένο και σώπαινε βαθιά το αηδόνι, λες το τραγούδι σου και ξέρει να το λαλή μόνο το αέρι.

Ως που τ' αστέρια τ' ουρανού το μεσονύχτι δείχνουν, Και τότες οι χοροί χαλνούν, σκορπάν οι δουλευτάδες. Στρώνουν για στρώματα κλαδιά κι' αποσταμένοι γέρνουν. Κ' εκεί που σβύνονται η φωτιές έρμες ανάρια ανάρια, Το νυχτοπούλι τ' άγρυπνο γλυκά τους νανουρίζει, Ως που να σκάση ο αυγερινός, που θα ξυπνήσουν πάλι, Πάλι στο έργο τους να μπουν, στον ζηλεμμένον τρύγο.

Είναι παιδί του πατέρα του.... Ο αρχηγός του καρβανιού, ο Ρόβας, ακούοντας, ότι ήθελαν να ξυπνήσουν το παιδί για να κάμη την κρίση, και παίρνοντας το πράγμα γι' αστείο, τους είπε: — Τι λόγια, ωρέ, είν' αυτά που λέτε; Αφήστε το παιδί να κοιμηθή. Τι ξέρει αυτό; — Όχι! όχι! — εφώναξαν πολλοίπρέπει να ξυπνήσωμε το παιδί. Δύο τρεις άρχισαν να ξυπνούν το παιδί, που κομώνταν βαρυά.

Μένων Ναι. Σωκράτης Επομένως, εάν κατά τους χρόνους, όπου είναι άνθρωπος και κατ' εκείνους που δεν είναι, θα υπάρχουν έμφυτοι αι ιδέαι αύται εις αυτόν, αι οποίαι καθίστανται επιστήμαι αν ξυπνήσουν διά των ερωτήσεων, δεν είναι αληθές ότι καθ' όλον αυτόν τον χρόνον η ψυχή του θα τας είχε γνωρίσει; διότι είναι φανερόν, ότι καθ' όλους τους χρόνους υπάρχει ή δεν υπάρχει άνθρωπος. Μένων Έτσι φαίνεται.

Κι έτσι αγαπούν και ποθούν όλες τις όμορφες του τόπου, κι όντας βγαίνουν τη νύχτα μπαντονάδα, θα πάνε σε κάθε παράθυρο, σε κάθε μπαλκόνι, και στης αρχοντοπούλας το σπίτι και στης φτωχοπούλας το σπιτάκι να ψάλλουν τον ύμνο της ομορφιάς της, να την ξυπνήσουν να την γλυκάνουν να την συγκινήσουν, να της πούνε νάνε λιγώτερο άσπλαχνη στον πόνο του έρωτα, να της πούνε πως έχει γλυκά μάτια, καμαρωτό περπάτημα και περίσσια χάρη· να την κάμουν ν' ανεβοκατεβάση το φως, να την βγάλουν στο παράθυρο.

Η Αφέντρα εκένωσεν εις έν πινάκιον μέρος των λαχάνων κ' έβαλε τα δύο παιδία να φάγωσι, βεβαία ούσα ότι, άμα έτρωγον, θα εκοιμώντο αμέσως, και «διά να λείψη ο μπελάς τους και διά να ξυπνήσουν πρωί». Ο Μανώλης πρώτος, αφού έφαγε πρότερον τα αμύγδαλα, τα οποία του είχε δώσει η μάμμη του, και ύστερον εμάσσησε και δύο περονιαίς χόρτα, έκλεισε τα όμματα και απεκοιμήθη καθήμενος.

Ύπνος παιδιακίσιος και μάλιστα ύστερα από δρόμο. Του φώναζαν και το τραβούσαν απ' εδώ κι' απ' εκεί, αλλά δεν μπορούσαν να το ξυπνήσουν. Τέλος του έβαλαν ταμπάκο στη μύτη κι' έτσι φτερνίστηκε και ξύπνησε. Το παιδί, άνοιξε τα μάτια του, κύτταξε γύρω γύρω και το πήρε το παράπονο. — Γιατί παραπονιέσαι, ωρέ; — του είπε ο Ρόβας.

Τότε να πηγαίναμε ως εκεί να βλέπαμε, είπε δειλώς η Αφέντρα, ήτις προς τον σκοπόν τούτον, ως φαίνεται, έσπευδε να αποκοιμήση τα δύο παιδία. — Δεν είνε φρόνιμο ναρθής εσύ, είπεν η Συνοδιά. Σα ξυπνήσουν τα παιδιά, και ιδούν πως είνε μοναχά τους, θα κτυπηθούν, θα ζουρλαθούν από το φόβο τους. — Πώς να κάμουμε; είπεν η Αφέντρα.