United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι καρδιές χτυπούσαν δυνατώτερα, τα μάτια δάκρυζαν και κάπου κάπου ακούονταν και ξεφωνητό μάννας ή αδερφής. Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού! Και φτερά αν είχαν, δεν θα περνούσαν, και δεν θάφευγαν γληγορώτερα! Τέλος ο καρβανάρης ο Ρόβας καβαλλήκεψε ένα χρυσοκάπουλο μουλάρι και χτυπώντας το με τους φτερνιστήρες του, πετάχτηκε έξω από την ορθάνοιχτη θύρα του χανιού, σαν αστραπή.

Ύπνος παιδιακίσιος και μάλιστα ύστερα από δρόμο. Του φώναζαν και το τραβούσαν απ' εδώ κι' απ' εκεί, αλλά δεν μπορούσαν να το ξυπνήσουν. Τέλος του έβαλαν ταμπάκο στη μύτη κι' έτσι φτερνίστηκε και ξύπνησε. Το παιδί, άνοιξε τα μάτια του, κύτταξε γύρω γύρω και το πήρε το παράπονο. — Γιατί παραπονιέσαι, ωρέ; — του είπε ο Ρόβας.

Την ώραν του ξεχωρισμού, που ο Ρόβας ο καρβανάρης είχε έτοιμα τα μουλάρια του και τ' άλογά του, και φώναζε σαν άλλος δήμιος. « &Το καρβάνι είν' έτοιμο!!!&», όλοι οι συγγενήδες, που παρακολοθούσαν τους ξενιτεμένους τους, τους ξεμονάχεψαν και τους έλεγαν τα ύστερα λόγια του ξεχωρισμού. Είταν καμμιά εικοσαριά οι ξενιτεμένοι.

Φιλονικώνταςφιλονικώντας έφτασαν σ' ένα χάνι, ησύχασαν λίγο, όσο να φαν, κι' άρχισαν πάλι την φιλονικία. Έδωκε πήρε ο Ρόβας, ο καρβανάρης να τους ειρηνέψη, αλλά δεν μπόρεσε· και τα δυο τα μέρη είχαν κάποιο δίκαιο, το καθένα για τον εαυτό του.

Είναι παιδί του πατέρα του.... Ο αρχηγός του καρβανιού, ο Ρόβας, ακούοντας, ότι ήθελαν να ξυπνήσουν το παιδί για να κάμη την κρίση, και παίρνοντας το πράγμα γι' αστείο, τους είπε: — Τι λόγια, ωρέ, είν' αυτά που λέτε; Αφήστε το παιδί να κοιμηθή. Τι ξέρει αυτό; — Όχι! όχι! — εφώναξαν πολλοίπρέπει να ξυπνήσωμε το παιδί. Δύο τρεις άρχισαν να ξυπνούν το παιδί, που κομώνταν βαρυά.

Ο καρβανάρης ο Ρόβας, που κορόιδευε πρώτα τον μικρό κριτή, πήγε και τον αγκάλιασε κι' αυτός και τον φίλησε, λέγοντας του: — Παιδί μου, να με σχωρέ'ης, Εγώ είμαι μεγάλος στα χρόνια και συ μεγάλος στον νου. Μια μέρα θα γείνης αφέντης. Και πραγματικώς έζησε και πρόκοψε, κι' όλοι οι συνταξειδιώτες του έγειναν ύστερα από λίγα χρόνια υπηρέτες του.

Χάνει από τα μάτια του ένα άνθρωπο ζωντανό, κι' εκείνος, που φεύγει και πάει, κι' εκείνος που μένει πίσω, και δε χάνει έναν πεθαμένο. Ο καρβανάρης ο Ρόβας έσχιζε από τη μια την άκρη ως την άλλη την πλατύχωρη αυλή του χανιού, κι' έλεγε: — — «Τελειώστε γλήγορα· πέρασε η ώρα». Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού!