United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πώς τα χέρια της αδερφής μου κεντούν της χρυσές κλωστές στο άσπρο μεταξωτό. Μα την πίστι, ωραία αδερφή, με το δίκηο σου να σε λένε Ιζόλδη με τ' άσπρα χέρια!». Τότε ο Τριστάνος, ακούγοντας πώς τη λέγανε Ιζόλδη, την εκύτταξε πειο γλυκά, και χαμογελώντας.

Μα εδά, σαν και μούδωκες αφορμή, σου το λέω μια για πάντα· να μην ξαναβγή απού το στόμα σου τόνομα τσ' αδερφής μου και να μην ξαναπατήσης σπίτι μας. — Έλα δα, μα δε θα τη φάω την αδερφή σου! είπεν ο Μανώλης με κίνημα αγανακτήσεως. — Εκείνο που σου λέω 'γώ! είπεν ο Στρατής τρέμων εξ οργής. Σα σου τη δώση ο κύρης μου να την πάρης και να την λουστής.

Μα το τραγούδι όσο γλυκό, Όσο χαρόκαρδο κι α βγαίνη, Έχει ένα μάγιο μυστικό, Η γλύκα του να σε πικραίνη. Όλοι. Η γλύκα του να σε πικραίνη. Κωστ. Γεια σας, παιδιά, κι ακονίζετε τάρματά σας και γι' άλλο ξεφάντωμα. Α’ Παλικ. Γεια σου, αφεντικό, αλέστα όλοι μας για την αφεντειά σου. Κωστ. Απόψε γίνεται ο αρραβώνας της αδερφής μου με τον κυρ Κράλη από τη Βαβυλώνα και βάλτε φωτιά να καή!

Προχτές ακόμα τον Πρίσκα τον είχανε κυκλωμένο πέντ' έξη και χάσκανε στα λόγια του και ούλοι όμως ξέρουνε πώς εσύναξε τα πλούτη του. Ο κόσμος θέλει χρυσάφι για προσκύνημα. Αξίζει να ζη κανείς; Και ήθελε να διώξη από το νου του όλ' αυτά και του ήταν αδύνατο . . . — Εσηκώθηκε και με βήμα στερεό και γρήγορο επήγε στης αδερφής του.

Α! είμαι ακόμα πειο τιποτένιος, κ' έχω άλλο πράγμα παρά τη χώρα του βάλει στο μάτι! Ωραίε θείε, που μ' αγάπησες ορφανό, προτού ακόμη ν' αναγνωρίσης το αίμα της αδερφής σου Μπλανσεφλέρ.

Δε θ' ανεχτώ ποτές, απάντησε ο βαρώνος, τέτοια ταπείνωση από μέρος της και τέτοια αυθάδεια από μέρος σας· αυτήν την ατιμία δε θα την ανεχτώ ποτέ! γιατί τα παιδιά της αδερφής μου δε θα μπορέσουνε να μπουν στο εκκλησιαστικό στάδιο της Γερμανίας. Όχι! η αδερφή μου θα παντρευτή μοναχά ένα βαρώνο της αυτοκρατορίας. Η Κυνεγόνδη ρίχτηκε στα πόδια του και τα έβρεξε με δάκρυα· εκείνος ήτανε ανένδοτος.

Όταν έμαθε την κακομυαλιά του γαμπρού του, τη δυστυχία της αδερφής του, των ανεψιών του τη δύσκολη ζωή δεν άπλωσε χέρι να τους βοηθήση. Επήγαν πολλοί να του παραστήσουν την ανάγκη τους, να του ζητήσουν συντρομή. Αλλ' εκείνος τον κουφό. — Καθένας, έλεγε, κάνει την τύχη μοναχός του. Αλοί σ' εκείνον που περιμένει από ξένο χέρι! Αλοί στον κούκκο που γεννά σε ξένη φωλιά!

Όντας πήρε ανάστημα και λεβεντιά και κορμί κι αγέρα, κ' επρόβαλε παλληκαράς κι αντρειωμένος κ' έμαθε πως αγριοδάμαλο του λόγγου έπεφτε κ' εχάλαε της αδερφής του τα κτήματα κι οπούχε σκοτώσει όσους είχαν πάει κατά πάνω του, καβαλικεύει τ' αχώριστο τ' άλογό του, το μπάλλιο, κι άδραμε· το απάντησε, και με μια σπαθιά μοναχά του κατάκοψε την τραχηλιά πέρα ως πέρα και το θανάτωσε.

Έρχεται λοιπό στο Θεοδόσιο και του την περιγράφει μ' όσο γίνεται ζωηρότερα χρώματα. «Άσπρη χιόνι, μαυρομάτα, σγουρόμαλλη, λυγερόκορμη, μυριόχαρη» — τι δεν του είπε πως είναι! Πηγαίνει τότες ο Θεοδόσιος και κρύβεται πίσωθε από παραπέτασμα στο παλάτι της αδερφής του, τη βλέπει, και την ερωτεύεται. Σ' όλο το κράτος μέσα αντιλάληξε ο βασιλικός αυτός έρωτας.

Όντας πήρε ανάστημα και λεβεντιά και κορμί κι αγέρα, κ' επρόβαλε παλληκαράς κι αντρειωμένος κ' έμαθε πως αγριοδάμαλο του λόγγου έπεφτε κ' εχάλαε της αδερφής του τα κτήματα κι οπούχε σκοτώσει όσους είχαν πάει κατά πάνω του, καβαλικεύει τα αχώριστο τ' άλογό του, το μπάλλιο, κι άδραμε· το απάντησε, και με μια σπαθιά μοναχά του κατάκοψε την τραχηλιά πέρα ως πέρα και το θανάτωσε.