United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το καλαθάκι μου, είπεν, αν βγάλω το σκέπασμά του, θα ομοιάζη σωστή φωληά. Εσύναξε γύρω της ξηρά χόρτα· ηύρε και μέσα εις κάτι αγκάθια ένα χνούδι μαλακό, και έστρωσε με αυτό το καλάθι της. — Ω! τι ωραία τώρα! Έβαλε μέσα τα πέντε πουλάκια. Αλλά πρέπει να δέσω την καινούργια φωληά υψηλά επάνω εις το δένδρο, διά να μη πέση και αυτή, συλλογίζεται. Με τι όμως;... Έξαφνα κτυπά με χαράν τα χέρια!

Υπήκουσεν αύτη και εσύναξε την παρά του πατρός της ορισθείσαν ποσότητα· θέλουσα δε να αφήση και ίδιον εαυτής μνημείον, εζήτει παρά παντός εισερχομένου προς αυτήν να τη χαρίζη μίαν πέτραν δι' αυτό το έργον.

Εκείνος όμως, αφού έρριξε μια ματιά στον αυλόγυρο του μπακάλικου, ετράβηξε κατά το πλησιέστερο αλώνι, εσύναξε τα ράσα του κ' εκάθησε στην ομαλότερη πέτρα του αλονόγυρου. Παρέκει ήταν τρία τέσσερα χωριανόπαιδα· ο 'γούμενος τα φώναξε, τους έδωκε μερικά στραγάλια που είχε στην τσέπη του και τάβαλε να παλέψουν, για να γελάση.

Αυτό άναψε μεγάλως τον πόνον του Χαν, βλέποντας που εκαταστάθηκαν διά να ζητούν έλεος. Ως τόσον ο Καλάφ εσύναξε κάμποσα δηνάρια από τες ελεημοσύνες, με τα οποία αγόρασε τα αναγκαία προς ζωοτροφίαν τους διά μίαν μόνον ημέραν.

Προχτές ακόμα τον Πρίσκα τον είχανε κυκλωμένο πέντ' έξη και χάσκανε στα λόγια του και ούλοι όμως ξέρουνε πώς εσύναξε τα πλούτη του. Ο κόσμος θέλει χρυσάφι για προσκύνημα. Αξίζει να ζη κανείς; Και ήθελε να διώξη από το νου του όλ' αυτά και του ήταν αδύνατο . . . — Εσηκώθηκε και με βήμα στερεό και γρήγορο επήγε στης αδερφής του.

Τότε ήνοιξε τον τάφον, εσύναξε τα οστά και τα έφερεν εις την Σπάρτην. Απ' εκείνης δε της στιγμής, οσάκις οι δύο λαοί εδοκίμαζον τας δυνάμεις των, πάντοτε οι Λακεδαιμόνιοι ενίκων εις τας μάχας, και ήδη είχον καθυποτάξει το πλείστον μέρος της Πελοποννήσου. Μαθών πάντα ταύτα ο Κροίσος έπεμψεν εις την Σπάρτην πρέσβεις με δώρα διά να ζητήση την συμμαχίαν της, παραγγείλας συγχρόνως αυτούς τι να είπωσι.

Με τα τραγούδια τα πολλά, με τα βαρειά τουφέκια. Σαν να εσηκώθη ο βασιληάς κ' εσύναξε τ' ασκέρια Κι' όλον τον κόσμο εκάλεσε να πάη να πολεμήση; — Ο Φλώρος κάνει τη χαρά, παντρεύει τον υγιό του, Τον γυιό του τον μονάκριβο, τον μοσκαναθρεμμένο, Κι' όλον τον κόσμο εκάλεσε κι' όλο τ' αρχοντολόγι.

Τότε ο βεζύρης εσύναξε πολλούς στρατιώτας, με τους οποίους επερικύκλωσαν όλην την χώραν, και τες στράτες έξω από την χώραν, χαλεύοντας διά να τον εύρουν. Εις τούτο το αναμεταξύ, που ο βεζύρης εχάλευε με μεγάλην επιμέλειαν διά να εύρη τον Αμπτούλ, έφθασε το μεντζίλι εις τον Καλίφην, και του έδωσε την είδησιν διά τον θάνατον του Αμπτούλ, πώς από την χαράν του απέθανεν.

Είπε, τα νέφη εσύναξε κ' ετάραξε τον πόντον, αρπάζοντας την τρίαινα, και των ανέμων όλων ταις ζάλαις έσπρωξεν ομού, κ' ετύλιξετα νέφη πόντον και γη• κ' εχύθηκεν απ' τον αιθέρα νύκτα. κ' Εύρος, Νότος, και Ζέφυρος σφοδρός αντάμα επέσαν, 295 και ο αιθερογέννητος Βορηάς, 'που μέγα σπρώχνει κύμα• και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία, κ' έλεγε με παράπονοτην ανδρική ψυχή του•

Αλλ' όταν ο παππούς, εντελώς πλέον καλά και ζεστά ενδυμένος, εσύναξε με την βοήθειαν της εγγονής του το βαμβάκι από το χωράφι, είχεν έλθη πλέον και ο καιρός να επιστρέψη η Φωτεινή εις τους γονείς της· λυπημένος τώρα ο παππούς εκάθητο εις μίαν γωνίαν της καλύβης κ' εκαθάριζε μ' ένα ξύλινον τροχόν το βαμβάκι από τους κόκκους του.