United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εάν νομίζης σεαυτόν αθάνατον, εάν νομίζης ότι άρχεις στρατού αθανάτου, περιττόν να σοι είπω τον στοχασμόν μου· αλλ' εάν αναγνωρίζης ότι είσαι άνθρωπος και ότι άρχεις επί ομοίων σου, μάθε προ παντός άλλου ότι τα ανθρώπινα πράγματα ομοιάζουσι τροχόν όστις στρέφεται ακαταπαύστως και δεν αφίνει πάντοτε τους αυτούς ανθρώπους να ευτυχώσιν.

Σιώπα! . . . σιώπα! εψιθύρισεν η Αμέρσα. Πω πω, θεέ μου! Δύο «ταχτικοί»! κάτω στο κατώι . . . ψάχνουν . . . ψάχνουν . . . Τι γυρεύουν; Έβλεπε τους δύο χωροφύλακας ν' αποκομίζουν τα μικρά, άξεστα όπλα, τα έργα του αδελφού της, ως και τον τροχόν και τας ακόνας.

Επροσπάθει ατελώς να κατασκευάση μαχαίρια. Είχε μέγαν τροχόν εις την αυλήν, την σκεπαστήν από το μέγα χαγιάτι, και το κατώγι της οικίας σχεδόν το είχε μεταβάλει εις εργοστάσιον — κ' ετρόχιζεν όλα τα μαχαίρια και τους ξυραφάδες των αγυιπαίδων, και όταν δεν είχεν άλλα να τροχίση, ετρόχιζε το ιδικόν του. Εφιλοτιμείτο να το κάμη δίκοπον, αν και εξ αρχής δεν ήτο ούτω σχεδιασμένον.

Εν τούτοις δεν κινεί αυτός τον Μύλον· αλλά τον μέγαν του μύλου τροχόν, τον περιστρέφει μικρότερον ρεύμα, το οποίον καταπίπτει από των βράχων εις την άλλην του ποταμού πλευράν και διά πετρίνου προχώματος αυξάνει την δύναμιν και την ορμήν του και τρέπεται μέσα εις δεξαμενήν από δοκούς, και ως ευρύς οχετός φέρεται υπέρ τον ορμητικόν ποταμόν.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Άφες με να ομιλήσω και να υβρίσω τόσον, ώστε η επίβουλος οικοδέσποινα τύχη, παροργιζομένη εκ των ύβρεών μου, να θραύση τον τροχόν της. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Μίαν λέξιν, φιλτάτη βασίλισσα. Ζήτησε παρά του Καίσαρος την τιμήν και την ασφάλειάν σου. — Ω! ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Είναι δύο πράγματα ασυμβίβαστα. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Άκουσε, αγαπητή μου. Εκ των περί τον Καίσαρα, εμπιστεύθητι μόνον εις τον Προκλήιον.

Ο σκοπός ο πρωραίος, εσκυμμένος εκεί ημέρας υπό την κιτρίνην νιτζεράδα του, έσταζεν όλος ως άρτι αναδύσας εκ του βυθού, ο δε πηδαλιούχος με την μίαν χείρα κρατών τον τροχόν του πηδαλίου ασφαλώς, με την άλλην απέμασσεν από του πώγωνος και από του μετώπου την θάλασσαν, τον ιδρώτα του παλαίοντος ναύτου.

Αλλ' όταν ο παππούς, εντελώς πλέον καλά και ζεστά ενδυμένος, εσύναξε με την βοήθειαν της εγγονής του το βαμβάκι από το χωράφι, είχεν έλθη πλέον και ο καιρός να επιστρέψη η Φωτεινή εις τους γονείς της· λυπημένος τώρα ο παππούς εκάθητο εις μίαν γωνίαν της καλύβης κ' εκαθάριζε μ' ένα ξύλινον τροχόν το βαμβάκι από τους κόκκους του.

ΛΗΡ Από τον τάφον διατί με θέλετε να έβγω!... Ψυχή μέσ' 'ς τον παράδεισον συ είσαι... κ' εγώ είμαι εις ένα πύρινον τροχόν δεμένος, και με καίουν ωσάν λυωμένον μέταλλον τα δάκρυα που χύνω! ΚΟΡΔ. Μ' αναγνωρίζεις; ΛΗΡ Είσαι συ ψυχή. Εγώ το 'ξεύρω. Πότε απέθανες και συ; ΚΟΡΔ. Ακόμη συγχυσμένα, ακόμη! ΙΑΤΡΟΣ Δεν εξύπνησεν όλως διόλου. Έλα, να ησυχάση άφες τον.

Εξήλθον και οι τέσσαρες ευγενείς νέοι εις περίπατον, έξω εις τους κήπους του χωρίου, όπου ωραίαν τινά ημέραν και αι τέσσαρες ξανθαί αδελφαί, χαριτωμέναι κ' εύμορφοι «έβγαζαν το μετάξι», κομίζουσαι εντός κανίστρων εις τα μαγκάνια την άφθονον συγκομιδήν των κουκκουλίων των, εκεί όπου αι επιτήδειαι μαγκανάρισαι, βυθισμέναι μέχρι της οσφύος εντός λάκκου, με την μίαν χείρα ανακατόνουσι τα εντός εκτισμένης εκεί μεγάλης χύτρας βράζοντα κουκκούλια, ενώ με την άλλην γυρίζουσι μετά τέχνης τον μέγαν ξύλινον τροχόν του μαγκάνου, εν τω οποίω περιτυλίσσεται λεπτή και στίλβουσα ως χρυσός η λευκή και κιτρίνη μέταξα, των παρθένων παρισταμένων εν χαρά και υπηρετουσών.

Της Κορδηλίας είν' αυτό το γράμμα. Το γνωρίζω. Καθώς με ανεκάλυψετην σκοτεινήν ζωήν μου, θα κατορθώση κ' εις αυτά τα τωρινά δεινά μας να φέρη την διόρθωσιν. — Ω κατακουρασμένα κι' αγρυπνισμένα 'μάτια μου, 'μάτια βαρειά, κλεισθήτε να μη τον βλέπετε αυτόν της εντροπής τον θρόνον. Αι, Τύχη, καλή νύκτα σου. Μίαν φοράν ακόμη, ω Τύχη, χαμογέλασε, και κύλα τον τροχόν σου. Αποκοιμάται Εξοχή.