United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φωνές και κατάρες έρχουνταν απ' όλη την εξοχή κι ο αέρας φαίνουνταν πως γέμιζε από κύματα οργής και θυμού και απελπισμού. Α! ο Θεός είταν πολύ άδικος, πολύ άδικος. Τόρα πάνε τα γλυκά όνειρα, οι καλές ελπίδες.

ΟΣΒ. Ας ήτο να τον εύρισκα, και ήθελ' αποδείξει με τίνος μέρος είμ' εγώ! ΡΕΓ. Καλά. Καλή σου ώρα Εξοχή παρά το Δούβρον. ΓΛΟΣΤ. Κοντεύομεν να φθάσωμεντην κορυφήν του βράχου; ΕΔΓΑΡ. Την ράχην αναβαίνομεν. Την κούρασιν δεν νοιόθεις; ΓΛΟΣΤ. Μου φαίνεται ολόισα. ΕΔΓΑΡ Ανήφορος μεγάλος! Να, του πελάγους η βοή. Ακούεις; ΓΛΟΣΤ. Δεν ακούω.

Κουτός, ζαβός και μουρλός, ό τι θέλεις, πες με. Τάγραφα όσα διάβασες, αναγνώστη μου, στην εξοχή. Δεν είχα μαζί μου όλα μου τα βιβλία. Θυμήθηκα λοιπόν πώς είχε γίνη ένα κάποιο άρθρο στη Revue Critique για τον κ. Σωτηριάδη· μα τι έλεγε τάρθρο δεν το θυμούμουνα. Έβαλα κατωσέλιδα μόνο τόνομα του περιοδικού, κ' είπα, σα γυρίσω στο Παρίσι, να βάλω και τον αριθμό.

Ο Άστυλος τα δεχότανε αυτά· κ' ύστερα τόρριξε στο κυνήγι των λαγώνε, σαν πλουσιόπαιδο, που πάντα διασκέδαζε και που ήλθε στην εξοχή για να δοκιμάση καινούργιες χαρές. Μα ο Γνάθωνας, σαν άνθρωπος που έμαθε μόνο να τρώη και να πίνη ως που να μεθύση, και μη όντας τίποτε άλλο παρά στόμα και κοιλιά κι όσα ήτανε κάτω από την κοιλιά, δεν είδεν αδιάφορα το Δάφνη, όταν έφερε τα χαρίσματα.

Όταν εγίνηκαν αρκετές οι γιορτές στην εξοχή, αποφασίσανε να γυρίζουνε στην πολιτεία, και για ν' αναζητήσουν της Χλόης τους γονιούς και για να μην αργοπορούν πια για τους γάμους τους.

Δεν μπόρεσε ο Κωσταντίνος να τα βγάλη πέρα μαζί του. Δεν έννοιωθε από φιλοσοφίες αυτός. Από πολιτική όμως έννοιωθε, και για να λύση τον κόμπο μια και καλή, αποφάσισε να προσκαλέση Μεγάλη Οικουμενική Σύνοδο να κανονίση το ζήτημα. Αυτή είναι η πρώτη Οικουμενική Σύνοδο, της Νίκαιας. Έξοχη ιδέα, άξια μεγάλου πολιτικού και μεγάλου Χριστιανού.

Ανθίζουν οι μυγδαλιές, βλαστάνουν τα δέντρα, ξανανιόνουν τα πουλιά, γελά η φύση, αγάπη μεγάλη χύνεται και πλημμυρίζει όλη την εξοχή. Τα λιοστάσια αφίνουν το χειμωνιάτικο σταχτή χρώμα τους, πρασινίζουν κι αχτινοβολούν στον ήλιο, τα σιτάρια υψόνονται, το χορτάρι και το τριφύλλι μεγαλόνει, η δροσιά το λούζει, από μαργαριτάρια γεμίζει ο κάμπος.

Γιατί, όπως ο Πολώνιος λέει στην έξοχη διάλεξή του, — μια διάλεξη για την οποία χαίρω που μου δίνεται η ευκαιρία να εκφράσω την ευχαρίστησή μου, — μια από τις πρώτες ιδιότητες της στολής είναι η εκφραστικότης της.

Είπανε και μερικά τραγούδια για τιμή των Νυμφών, αρχαίων βοσκών ρίμες. Κι όταν ενύχτωσε, εκοιμηθήκανε στην εξοχή και την άλλη μέρα θυμόντανε τον Πάνα· κι αφού στεφανώσανε με πεύκο τον τράγο τον μπροστάρη, τον επήγανε σιμά στο πεύκο· κι άμα τον ερραντίσανε με κρασί κ' εδόξασαν το θεό, τον εθυσίασαν, τον εκρέμασαν, τον έγδαραν.

Μόλις το βράδυ βράδυ, σαν άρχισε το σκοτάδι και πλάκωνε, κι αυτός ακόμα λόγιαζε με μάτια ονειριασμένα ταντικρυνά τα βουνά ενός άλλου νησιού, καταπόρφυρα με την αντιφεγγιά του βασιλεμένου του ήλιου, μόλις τότε το στοχάστηκε πως όταν ξεπήδηξε από το καΐκι κ' έσυρε κατά την εξοχή, δε νοιάστηκε μήτ' ενός μερόνυχτου ψωμί να πάρη μαζί του. — Κι α μείνω και νηστικός μια νυχτιά, τι πειράζει! λέει τότες.