Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Σα να τόξεραν οι βαριόμοιροι πως δεν αργούσαν οι ώρες εκείνες. Απάνω σ' αυτή τη λογοτριβή αντιδιαβαίνουν και δυο τρεις Τούρκοι, πηγαινάμενοι κατά τη δική τους μεριά από την εξοχή. Τους φωνάζουνε μέσα οι δικοί μας και τους φιλεύουν.

Αφού είχε γίνη το κακό στην Πόλη, κατόρθωσαν οι φίλοι του να φύγη. Τον έφεραν πια τρελλό στο Παρίσι. Έμεινε δυο χρόνια άρρωστος. Όταν πήγα στην εξοχή, εκεί τον άφησα. Μήτε γω μήτε κανένας άλλος δεν μπορούσε να τον πλησιάση. Μια μέρα πήγαν και του είπαν, τάχατις για να τον ησυχάσουν, πως η αδερφή του παντρέφτηκε και πήρε το νέο το μουσικό που την αγαπούσε. Μήτε θέλησε να τακούση.

ΑλληλούιαΚαι πάλιν· «Ω τέκνον, τίς ποτε μη θρηνήσει βλέπων σου το εμφανές, πρόσωπον ευμάραντον, το πριν ως ρόδον τερπνόνΑλλά μεγάλως ευφραίνετο όταν η μικρά πομπή, μετά δέκα λεπτών της ώρας δρόμον, έφθανεν εις τα «Μνημούρια». Ωραία έξοχη, παντοτινή άνοιξις, θάλλουσα βλάστη, αγριολούλουδα, εμύριζε κήπος. Ιδού ο περίβολος των νεκρών!

Σάματις έλειπε και στο δέκατο πέμτο! Όσο για την παλιά τη θρησκεία, αυτή όσο πήγαινε έφευγε από τις Πολιτείες και τρυπωνότανε στα χωριά και στην εξοχή. Στην καθαυτό Ελλάδα φυσικά δεν έλειπαν ακόμα οι Εθνικοί, κι ας είχαμε επισκοπικούς θρόνους σε κάθε της πόλη.

Εξοχή άδενδρος πλησίον του Φόρες. Κεραυνοί. Εισέρχονται αι ΤΡΕΙΣ ΜΑΓΙΣΣΑΙ. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Πού ήσουν αδελφή μου; Β’ ΜΑΓΙΣΣΑ Χοίρους έσφαζα. Γ’ ΜΑΓΙΣΣΑ Συ, αδελφή, πού ήσουν; Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ Μία ναύτισσα εις την ποδιά της μέσα είχε κάστανα κ' εμάσσα, 'μάσσα 'μάσσα. — Δος μου, λέγω της. — Κρημνίσου, στρίγγλα, λέγει, πήγαιν' απ' εδώ Και μ' έδιωξ' η βρωμούσα, η αχόρταγη!

Σε μένα ήρθε αυτή η βοήθεια την ίδια στιγμή που η υποψία, πως η ζωή της πόλης είταν ολέθρια για τη γυναίκα μου, άρχισε να γίνεται σιγά σιγά βεβαιότητα και τέλος έφτασε στην απόφαση να την πάρω αποκεί και να γυρίσουμε στην εξοχή, που δεν έπρεπε να την αφήσουμε.

Η εξοχή μού τα δίνει όλ' αυτά». Γράφει για τις περιπλανήσεις του ανάμεσα σε ρείκια κι' άλλα χαμόκλαδα μ' ωραία κίτρινα άνθη, όπου επαναλάβαινε την «Ωδή στη βραδυά» του Collins, έτσι για ν' απολάψη καλύτερα την ομορφιά της στιγμής.

Τα λόγια σου είναι πικρά. Με κυττάζεις παράξενα. Μια σκιά πέφτει στο πρόσωπό σου, που μου κάνει φόβο. Βέρα έλα να γυρίσωμε πίσω, έλα να γυρίσωμε στην παλιά εξοχή, μέσα στα πυκνά δέντρα. Έλα, Βέρα. ΒΕΡΑΘα ήτανε καλύτερα να μη συναντηθούμε ποτέ. ΦΛΕΡΗΣΈσβυσε λοιπόν το καθετί μέσα σου; ΒΕΡΑΑν είχε σβύσει δεν θα μ' έμελε να συναντηθούμε.

Άσπριζε η εξοχή από τ' άσπρα μαντήλια των κοριτσιών που φορούσαν στο κεφάλι για τον ήλιο, έφερνε στα φτερά του το μυρωμένο αγέρι στιχάκια αγάπης και καημού από τα τραγούδια των τρυγητών: Ψηλά την χτίζεις τη φωλιά και θα λυγίση ο κλώνος και θα σου φύγη το πουλί και θα σου μείνη ο πόνος...

Με τα ξημερώματα λοιπόν οι Μεθυμνιώτες νιοι εζητούσαν το παλαμάρι· κ' επειδή κανένας δεν ομολογούσε την κλεψιά, αφού οι νιοί κατηγόρησαν τους φιλευτάδες τους, αρμένιζαν γιαλό-γιαλό· κι όταν τράβηξαν τριάντα στάδια, αράζουνε στην εξοχή που κάθονταν η Χλόη κι ο Δάφνης. Επειδή τους φάνηκε πως ο κάμπος ήτανε καλός για να κυνηγήσουνε λαγούς.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν