United States or Russia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νιοί Μεθυμνιώτες πλούσιοι, θέλοντας να περάσουν την εποχή του τρύγου με ξενομερίτικη διασκέδαση, αφού ερρίξανε στη θάλασσα ένα καΐκι και καθίσανε στο κουπί τους δούλους, περνούσανε γιαλό-γιαλό από τις εξοχές των Μιτυληνιών, που ήτανε κοντά στη θάλασσα.

Ο άσβυστος Πόθος κ' η Ζήλια η ωχροπράσινη μαζί με την Απάτη και τη μαύρη Καταφρόνια, σκόρπιζαν τα θύματά τους σαν κομμένα κρίνα εδώ κ' εκεί. Κ' ήταν τα θύματα γλυκές παρθένες και ζηλεμένοι νιοι, κ' ήταν το πάθημά τους πεταλούδας πάθημα. Εκείνη κύτταζε τις ζωγραφιές και η λύπη πλάκωνε το μέτωπό της.

Και τότε ο πολεμόχαρος Μενέλας σαν τον είδε που τρανταχτά δρασκέλιζε ολόμπροστα απ' τους άλλους, χάρηκε σάμπως λέοντας που βρίσκει ένα μεγάλο κόματο, ή διπλοκέρατο ζαρκάδι ή αγριογίδι, πεινώντας· τι μ' απόφαση το χάφτει κι' αν ακόμα 25 τον διώχνουν τα γοργά σκυλιά κι' οι νιοι οι παλικαράδες· έτσι ο Μενέλας χάρηκε σαν είδε το λεβέντη Αλέξαντροτι είπε στο νου «θα γδικιωθώ τον κλέφτη!» — και χάμου αμέσως πήδηξε με τ' άρματα οχ τ' αμάξι.

Πάντα αλαφρόμιαλοι είναι οι νιοί, μα μ' όσους τύχει ο γέρος, ο γέρος βλέπει πίσω του, βλέπει κι' ομπρός του ο γέρος, πώς πιο καλύτερα η δουλιά να βγει και για τους διο τους110 Είπε, κι' εκείνοι χάρηκαν, οι Δαναοί κι' οι Τρώες, με την ολπίδα απ' τους σκληρούς πολέμους να γλυτώσουν.

Έτσι σαν είπαν δέηση κριθάρι πασπαλώντας, πρώτα σηκώνουν των βοδιών τις κεφαλές, τα σφάζουν, τα γδέρνουν, κόβουν τα νεφρά, και τα διπλοτυλίγουν 460 με σκέπη, και τα συγυρνάν μ' από παντού κομμάτια. Κι' απάνου ο γέρος τάκαιγε σε σκίζες περιχώντας ξανθό κρασί· κι' οι νιοι κοντά πεντόσουγλα κρατούσαν.

Τρέξιμο αν πεις κατόπι, τον Ίφικλο έκανα απ' ασπρού πούχε άφταστα τα πόδια. Και πάλε εγώ στο ρήξιμο του φράξου βγήκα πρώτος. 638 Να τι είμουν τότες. Τώρα οι νιοι ναν τις κοιτάξουν πρέπει 643 τέτιες δουλιές, κι' εγώ καιρός τα γερατιά να βόσκω.

Τότες ξυπνήσανε κ' οι νιοι μες την κρυφή φωλιά τους, Στο μοσχοβολισμένο τους και μαλακό στρωσίδι, Κομένοι αχνοί και βάρυπνοι και σα ξαγρυπνισμένοι, Ξαρματωμένος ο βοσκός σα σκλάβος του πολέμου, Η νια με κόρφους ανοιχτούς και με ποδιά λυμένη Και στα ρουτιά τα κεντιστά και στα μαλλιά τα σκόρπια Μυρτιάς, αρείκης, θυμαριού κλωνάκια σκαλωμένα.

Τον Ιπποδάμα παρακεί, σαν πήδησε οχ τ' αμάξι κι' έφεβγε ομπρός του, τούμπηξε στους ώμους το κοντάρι. Κι' αφτός φυσούσε μούγκριζε, σαν τάβρος που μουγκρίζει σαν τον τραβούνε οι νιοι μπροστά στον Ελικώνιο αφέντη ναν του τον σφάξουν, κι' ο θεός θωρώντας καμαρώνει· 405 έτσι ενώ μούγκραε, η αντρικιά φτερούγιασε ψυχή του. Κατόπι τον Πολύδωρο με το κοντάρι τρέχει να πιάσει, του Πριάμου γιο.

«Έφερα γύρα τα μάτια μου στο σπίτι, κι' είδα πως δεν είχε αλλάξει τίποτε από μέσα. Νόμισα, πως έλειπα από τα χτες. Όλα είταν στην ίδια τους θέση, όπως τα είχα αφήσει, και μοναχά οι άνθρωποι είχαν αλλάξει όλοι. Απ' αυτουνούς, άλλοι από παιδιά έγειναν νύφες, άλλοι από νιοί γερόντοι, άλλοι από το Τ ί π ο τ ε φύτρωσαν ανθρώποι, κι' άλλοι αλλοίμονο! — έλειψαν ολότελα!

Με τα ξημερώματα λοιπόν οι Μεθυμνιώτες νιοι εζητούσαν το παλαμάρι· κ' επειδή κανένας δεν ομολογούσε την κλεψιά, αφού οι νιοί κατηγόρησαν τους φιλευτάδες τους, αρμένιζαν γιαλό-γιαλό· κι όταν τράβηξαν τριάντα στάδια, αράζουνε στην εξοχή που κάθονταν η Χλόη κι ο Δάφνης. Επειδή τους φάνηκε πως ο κάμπος ήτανε καλός για να κυνηγήσουνε λαγούς.