United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Έφερα γύρα τα μάτια μου στο σπίτι, κι' είδα πως δεν είχε αλλάξει τίποτε από μέσα. Νόμισα, πως έλειπα από τα χτες. Όλα είταν στην ίδια τους θέση, όπως τα είχα αφήσει, και μοναχά οι άνθρωποι είχαν αλλάξει όλοι. Απ' αυτουνούς, άλλοι από παιδιά έγειναν νύφες, άλλοι από νιοί γερόντοι, άλλοι από το Τ ί π ο τ ε φύτρωσαν ανθρώποι, κι' άλλοι αλλοίμονο! — έλειψαν ολότελα!

Κι' έφτιασε μέσα διο όμορφες αθρώπων πολιτείες. 490 Στη μια 'χαν ξαφαντώματα και γάμους, και τις νύφες πηγαίνανε απ' της μάννας τους με φώτα με λαμπάδες μέσα απ' τους δρόμους, κι' έσκουζαν να ζήσουν να γεράσουν. Κι' ορχιούνταν χορεφτάδες διο, και κόσμο λες χαλνούσαν καταμεσύς τους τ' άργαναζουρνάδες και λαγούτα495 κι' έκαναν χάζι στέκοντας στα ξώθυρα οι γυναίκες.

Πού να της βρούμε της λίρες, είπε τότε η Αφέντρα, λυθείσης της γλώσσης τηςεπειδή η μοδίστρα της είχεν ειπεί, ότι η νύφες που φορούν ευρωπαΐκά δεν είνε ανάγκη να σιωπούν, ούτε να καμαρώνουν, καθώς εσυνήθιζαν η πρωτινές, που φορούσαν καβούκες κεντητές και χρυσοΰφαντα ποδογύριακαι μαλιστα ωμοίαζαν πολύ με αχελώνες, καθώς έλεγεν η μοδίστρα.

Και στου Πριάμου φτάνοντας βρήκε φωνή και κλάμα. 160 Γύρω στο γέρο στην αβλή οι γιοι του καθισμένοι πικρά με δάκρια μούσκεβαν τα ρούχα τους, κι' ο γέρος στη μέση κάθουνταν, βαθιά χωμένος μες στην κάπα, κι' είχε κεφάλι και λαιμό σωρούς σβουνιά γιομάτο που με τα χέρια απάνου του πετούσε σαν κυλιούνταν. 165 Στον πύργο μέσα οι κόρες του κι' οι νύφες ξεφωνούσαν απ' των αντρών τους τον καημό, που τόσοι και λεβέντες στον Άδη πήγανε απ' οχτρών κοντάρια σκοτωμένοι.

Άχνιζε τώρα κατά τη δύσι του το φεγγάρι και στ' ανατολικά κορφοβούνια, εκεί που πρώτα έλαμπε ο Γελαντζής, έσκαε ο Αυγερινός τώρα. Ο Μπάρρος, ο Καταρραχιάς, τ' Αυτί, η Νύφες κι άλλες ολόγυρα κορφές ασπρογάλιαζαν στο γλυκοχάραμμα.

Τι γελάτε εσείς, μαριολοκόριτσα. που ο νους σας είνε πιώτερο στους γαμπρούς παρά στις νύφες; τάχα να σώθηκαν τα τραγούδια σας; Εσένα νύφη πρέπει σου κορώνα στο κεφάλι. Κωστ. Ακόμα εσείς; Έρχουνται τα παιχνίδια. Ο γαμπρός και η παρέα στην εκκλησιά. Πάνε να καούν οι μισές λαμπάδες. Γαρουφ. Ένα τραγούδι ακόμα, κυρ Κωσταντάκη, και τελειώνουμε. Είνε της μάννας αυτό το τραγούδι. Κωστ.

Οι νύφες όμως κι' οι τσιούπρες, αν κι' είταν από πολλή ώρα στην άκρη του ποταμού, άφιναν τες μεγαλύτερες, αν κι' αυτές έρχονταν αργότερα, γιατί η ηλικία χαίρει πολλά δικαιώματα στον τόπον εκείνον τον μισοάγριο. Η μέρα εκείνη, που ψυχορραγούσε, είταν βροχερή. Γι' αυτό και το νερό του ποταμού είταν θολό.

Ρουκέτες από σερπαντέν και βροχή το κομφετί. «Εδώ ο χαρτοπόλεμος ! Χαρτί και πόλεμοςΤρόμπες : «ούγου-ού-ου-ου ! !» Τα πεζοδρόμια παστά απ’ τον κοσμάκη που έσερνε πατείς με πατώ σε τα πόδια του μες τον άμμο μια πιθαμή· κι απάνω στα μαύρα ανθρώπινα κύματα: τα τουρλωτά καπέλλα των γυναικώνε σα μαούνες φορτωμένες ! όλα αυτά βουτηγμένα σταλεύρι, τυλιγμένα σ’ ένα σταχτοκίτρινο πέπλο βαρύ και πνιγερό . . . Να κι ο Θεοδοσίου ! Ού, σαχλαμάρα ! Μπράβο ! μπράβο ! του φωνάζουν άλλοι και δος του τα παλαμάκια από πέρα, όλο το δρόμο πουρχόταν. . : απάνω σ' ένα γάιδαρο τανάποδα, με του γαϊδάρου την ουρά ανασηκωτή στα χέρια αντίς για γκέμια . . κ' έκοβε μ' ένα ψαλλίδι τρίχες απ’ την ουρά και τις μοίραζε στον κόσμο!. . .Απ’ την ουρά κρεμότανε μια επιγραφή : ΕΘΝΙΚΩΝ ΤΑΜΥΟΝ. Πλάι στο γαϊδουροκαβαλλάρη έτρεχ' ένας μουντζουρωμένος παλιάτσος και τούδινε χαρτάκια από ένα πανέρι πούγραφε απέξω: ΜΠΗΛΙΕΤΑΚΕΙΑ. Ο γάιδαρος είχε στο κεφάλι μια σημαία γαλανόλευκη με κόκκινα γράμματα: ΔΟΛΙΑ ΠΑΤΡΥΣ. Και στου ίδιου του Θεοδοσίου το φέσι ήτον κολλημένο ένα χαρτί που έλεγε: ΣΙΝΝΑΛΑΓΟΙ. . . Και σφυρίγματα, τρόμπες, χάχανα, τροκάνια, χαρτοπόλεμος, στραγαλιές κατάμουτρα και μαγκαρία και μαρίδα από πίσω ατέλειωτη . . . . . Και νά πάλι αμάξια με τα αιώνια ντόμινα που έξαφνα σηκώνοντ' ορθά και ρίχνουνε με λύσσα κατά κάποιο παράθυρο στραγάλια, μπουκέτα, ό,τι τους τύχη στο χέρι . . . Σταναμεταξύ «Μακεδόνες» πεζοί, μισόγυμνοι μες τα χρυσόχαρτα, και «γαμπροί» και «νύφες» που φορούν το σεντόνι του νυφικού τους κρεββατιού για πέπλο και μπουλούκια-μπουλούκια παλιάτσοι με κουδουνάκια . . και ιππότες από όπερες με ισπανικά και περμαντόννες με πορτοκαλλιά κοντοφούστανα και μάγουλα βαμμένα σαν αυγά του Πάσχα και με κατσαρά από ροκανίδια. . . και κάτι διάβολοι κοκκινοφορεμένοι με τις ουρές τους αλλαμπρατσέττα . . . . . Και πάλι φωνές: «Χά !-χά !-χά ! χάκαι τρόμπες και ροκάνες και σφυρίγματα και «Χαρτί και πόλεμος ! εδώ ο χαρτοπόλεμοςκαι παλαμάκια . . .Κ' έξαφνα : «Να ! να το Κομιτάτο ! Έρχονται, έρχονται ! Τo Κομιτάτο !-…» Τι χαρά!

Άχνιζε τώρα κατά τη δύσι του το φεγγάρι και στ' ανατολικά κορφοβούνια, εκεί που πρώτα έλαμπε ο Γελαντζής, έσκαε ο Αυγερινός τώρα. Ο Μπάρρος, ο Καταρραχιάς, τ' Αυτί, η Νύφες κι άλλες ολόγυρα κορφές ασπρογάλιαζαν στο γλυκοχάραμμα.

Τραγουδάτε, κορίτσια, που να σας δω νύφες και σας σαν τη ζουλεμένη την Αρετούλα. Όντας σε γέννα η μάννα σου, ο ήλιος εκατέβη Και σούδωκε την ομορφιά, και πάλι ματανέβη. Πιπ. Μωρή είδες εσύ ποτές σου τέτοιο ματόφρυδο; Περμ. Σκάσε, ν' ακούσουμε τα τραγούδια, μωρή. Σα ψέματα μου φαίνουνται όλα, Γαρουφαλιά μου! Είμαι σαστισμένη, και δεν το νοιώθω το μαχαίρι που στα βάθια με σφάζει.