Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Είνε δε επόμενον ότι αναλόγως του τρόπου κατά τον οποίον ζουν θα υπάρχουν μεταξύ αυτών και κτίσται και δημαγωγοί και άρχοντες και μουσικοί και φιλόσοφοι. Λοιπόν αι πόλεις ομού με τους κατοίκους των ωμοίαζαν πολύ με τας μυρμηκυιάς.

Είχε και πολλά ψάρια, εκ των οποίων άλλα μεν ωμοίαζαν με δαυλούς, τα δε μικρά με άνθρακας πυρακτωμένους και τα ωνόμαζαν λυχνίσκους. Η είσοδος ήτο στενή και μία δι' όλους• ως θυρωρός δε παρίστατο ο Τίμων ο Αθηναίος.

Είπε και άμ' αναχώρησετο σπίτι του πατρός του. κ' οι δύο κείνοι εχόλιασαντην ανδρική ψυχή τους, και τους μνηστήραις κάθισαν και απ' τον αγώνα επαύσαν. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοοςτην μέσην αυτών είπε, 660 θλιμμένος• και όλα εγέμισαν θυμό τα σωθικά του κατάμαυρα, κ' οι οφθαλμοί φλόγα λαμπρήν ωμοιάζαν•

Ο Αλικιάδης ήτο παμπόνηρος, και τα χέρια του ωμοίαζαν με γάντζους. Δεν ειμπορούσες να του βγάλης λεπτά ούτε με το δόλωμα ούτε με το «παρασούβλι». Δεν έδιδε πέντε χωρίς να είνε βέβαιος ότι θα λάβη δέκα. Εβραίος σωστός. Ο Γιαννάκος ο Χαρτουλάριος ήτον αγαθός, «ψυχαράκι, ο καϋμένος». Πώς εφαίνετο ότι ήρχετο από μακρυά! Σωστός Κελεπούρης!

τον εύμορφον εμπήκαμε λιμένα, 'που από βράχους κλειέται υψηλούς ολόγυρατο 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι, και άκραις ξεβγαίνουν πετακταίς αντίκρ' η μια της άλληςτην θάλασσα, κ' έχει στενό το στόμα του ο λιμένας. 90 εκεί μέσ' όλοι ωδήγησαν τα ισόπλευρα καράβια. και τούτα μέσα εδέθηκαν εις τον βαθύ λιμένα, σύνεγγυς όλα, ότι ποτέ δεν φούσκονε αυτού κύμα ούτε μεγάλο, ούτε μικρό, αλλ' άσπρη έχει γαλήνη• εγώ μόνος εκράτησα έξω το μαύρο πλοίο 95 αυτούτην άκρα, κ' έδεσατον βράχο το σχοινί του. και ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφήν πετρώδη, και ούτ' έργα εφαίνονταν βωδιών αυτού και ούτ' έργ' ανθρώπων. τον καπνό μόνον βλέπαμε, 'που από την γην επήδα. τότε συντρόφους έστειλα να υπάγουν και να μάθουν 100 ποιοι σιτοφάγοι άνθρωποιτην γην εκείνην ήσαν, δυο διαλεκτούς, και κήρυκα μ' αυτούς έσμιξα τρίτον. τον δρόμον ακολούθησαν εκείνοι, όπου τ' αμάξια τα ξύλ' άπ' τα υψηλά βουνάτην πόλιν καταιβάζαν, και άντεσαν νέαν, πώπαιρνε νερόν εμπρόςτην πόλι 105 του Αντιφάτη, βασιληά των Λαιστρυγόνων, κόρη. κατέβ' η νέατην λαμπρή πηγή, την Αρτακία, ότι απ' εκείνην έφερναν όλοι νερότην πόλι. την επλησίασαν αυτοί, της μίλησαν, κ' ερώταν ποιος είν' εκείνων βασιληάς, και ποιους εξουσιάζει. 110 και η κόρη ευθύς τους έδειξε το δώμα του πατρός της. εις το παλάτι ως έφθασαν την σύντροφόν του ευρήκαν, 'που ως κορφοβούν' ήτο υψηλή, και τους επήρε φρίκη. έκραξε από την σύνοδον τον άνδρα της εκείνη, τον Αντιφάτην, οπού ευθύς να τους χαλάση εσκέφθη. 115 άρπαξε αμέσως κ' έφαγεν τον έναν των συντρόφων• οι άλλοι δυο πετάχθηκαν καιτα καράβια φθάσαν. και αυτόςτην πόλι σήκωσε βοή, και οι Λαιστρυγόνες, ως άκουσαν, οι δυνατοί κείθε κ' εδώθ' ερχόνταν άπειροι, και δεν ώμοιαζαν ανδρών αλλά Γιγάντων. 120 και με πέτραις αβάστακταις των βράχων απ' ταις άκραις κτυπούσαν και άρχισε κακός εις τα καράβια κρότος, οι άνδρες ως φονεύονταν κ' εσπώνταν τα καράβια. και ως ψάρια τους καμάκιζαν και, άθλιο φαγί, τους παίρναν. και αυτούς ενώ ξολόθρευαν εις τον βαθύ λιμένα, 125 απ' το πλευρό μου έσυρα το ακονητό σπαθί μου κ' έκοψα τα πρυμόσχοινα του μαυροπλώρου πλοίου• και τους συντρόφους πρόσταξα να πέσουντα κουπία να φύγουμε απ' τον όλεθρο, κ' εκείνοι τρομασμένοι όλοι ενταυτώ με τα κουπιά την θάλασσαν ταράξαν. 130 κ' ευφρόσυνα εις το πέλαγος έφυγε από τους βράχους τους κρεμαστούς το πλοίο μου• τ' άλλ' όλ' αυτού χαθήκαν.

Ω! είδακαι άκουσα άλλους να τους επαινούν και πολύείδα ηθοποιούς, οπού ο Θεός να με συγχωρέση, εις την προ- φοράν, εις τα κινήματα, δεν ωμοίαζαν ούτε Χριστιανοί, ούτε εθνικοί, ούτε καν απλώς άνθρωποι· εκορδόνονταν, εμούγκριζαν τόσον, ώστε εστοχάσθηκα ότι δεν τους έκαμε η Φύσις, αλλά κάποιοι μισθωμένοι της εργάταις τους εί- χαν κακοκατασκευάση, τόσο κατηραμένα εκείνοι εμιμούντο την ανθρωπότητα.

Οταν δε υπερεπληρώθη η πόλις από ανθρώπους, οι οποίοι είχον ήδη χάσει προηγουμένως νουν και καρδίαν και ουδόλως ωμοίαζαν προς λογικούς ανθρώπους και μόνον κατά την μορφήν διέφερον από τα πρόβατα, ο Αλέξανδρος καθήμενος με πολλήν ιεροπρέπειαν επί κλίνης εις μίαν μικράν οικίαν είχεν εις τον κόλπον του τον εκ Πέλλης Ασκληπιόν, ο οποίος ήτο υπερμεγέθης και ευτραφής, και τον άφινε να περιτυλίσσεται εις τον τράχηλόν του και να μένη έξω η ουρά του.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν