United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν εζούσαμεν αρκετά ώστε να βλέπαμε ταποτελέσματα των πράξεών μας, ίσως όσοι λένε πως είναι καλοί θ' αρρώσταιναν από μιαν οκνή μετάνοια κ' εκείνοι που ο κόσμος τους έχει για κακούς θα ζωντάνευαν με μιαν ευγενική χαρά.

Ο στίχος ο ωγύγιος θα είταν ατίμητος στίχος, γιατί θα μας έδειχτε την αρχαία κατάσταση, το παλιώτερο γραμματολογικό σύστημα της ελληνικής, θα βλέπαμε μια γλώσσα ακόμη πιο αρχαία από τη γλώσσα που έγραψαν Όμηρος και Πλάτωνας.

Ημείς διπλαρωμένοι ακόμα. Το είδαμε όλοι πλεια. — Πάει μας τρακάρισε! φωνάζω με απελπισία. Έπρεπε να δείχνη κόκκινο, για να είνε σε τάξι. Το είδε κι' ο καπετάνιος το πράσινο φανάρι που ηρχότανε με βογγυτό. Εσάστισε. — Άη-Νικόλα μ'! ασημένια σου την χαρίζω! Αυτό μονάχα πρόφθασε να ειπή ο καπετάνιος. Οι ναύταις όλοι βλέπαμε το πράσινο φανάρι που ερχότανε με κρότο. — Ε! από το βαπόρι!

Θα πηγαίναμε στο «τσαρσί», θα βλέπαμε το τουρκολόγι να βράζη, — θα τρώγαμε ίσως κ' ένα μπουρέκι. Και κατεβαίνοντας στον πιο πολιτισμένο το Γαλατά, θα περνούσαμε να δούμε και κανέν' αργαστήρι που φτειάνουνε γαζέτες. Για το πρώτο δεν πολυλυπούμαι. Το τουρκολόγι το είδαμε και στο χωριό. Μα λυπούμαι που δεν προφτάξαμε ν' ανταμώσουμε και κανέναν Πολίτη Συντάχτη.

Αν έλεγε καθένας τι κρύπτει κατά βάθος χωρίς κανένα φόβον, χωρίς κανένα πάθος, θα 'βλέπαμε αμέσως το παν ν' ανατραπή, θα 'βλέπαμε αμέσως το πάν μορφήν ν' αλλάξη, μα σήμερα κι' ο κλέπτης θ' ακούσης να σου 'πη: «εγώ ποτέ να κλέψω;... πα! πα! Θεός φυλάξοι

Τότε να πηγαίναμε ως εκεί να βλέπαμε, είπε δειλώς η Αφέντρα, ήτις προς τον σκοπόν τούτον, ως φαίνεται, έσπευδε να αποκοιμήση τα δύο παιδία. — Δεν είνε φρόνιμο ναρθής εσύ, είπεν η Συνοδιά. Σα ξυπνήσουν τα παιδιά, και ιδούν πως είνε μοναχά τους, θα κτυπηθούν, θα ζουρλαθούν από το φόβο τους. — Πώς να κάμουμε; είπεν η Αφέντρα.

Και όταν άρχιζε η γλώσσα της και μιλούσε, τότε αρχίζαμε κ' εμείς και τα βλέπαμε, όπως τα είδε κ' εκείνη. Και όταν την άλλη μέρα πηγαίναμε στο σχολείο και μας έλεγε ο δάσκαλος για τους βασιλιάδες τους δικούς του και τους πολέμους των βιβλίων, δεν βλέπαμε τίποτε μπροστά μας. Και λέγαμε κρυφά αναμεταξύ μας: — Αυτά που λέει ο δάσκαλος είνε παραμύθια. Ένα βράδυ φορτωθήκαμε πάλι τη γιαγιά.

Και σα βράδιαζε, κατεβαίναμε στο γιαλό και καθίζαμε στα χαλίκια, και βλέπαμε τα ψάρια που πηδούσαν κοπαδιαστά απάνω στ' ασημένια νερά. Εκεί κατέβαιναν όλοι. Έβλεπες κόσμο εκεί. Εκεί τραγουδούσαν τα κορίτσια, πετούσαν πέτρες ταγόρια στη θάλασσα, οι άντρες μιλούσανε για τα μαξούλια τους, οι γυναίκες για καθετίς. Αν έλειπε και καμιά τους, έμενε τόπος και για ψεγάδιασμα.

Φαντασία δε θέλει πολλή ν' ανιστορήσουμε το τι σκηνές θα βλέπαμε, τι λόγια ή και τραγούδια θακούγαμε, τι λογής ψούνια θα κάμναμε σ' αυτό το χώμ' απάνω, προ είκοσι αιώνες ας πούμε! Κι όμως η φαντασία τρέμει και σκιάζεται σα βάλη πλάγι τις δυο σκηνές: Εκείνη και τούτη. Ταπέραντο φως, και ταπέραντο σκότος! Την Ελλάδα, και την Ασία.

Τότ' όχι! δεν τον βλέπαμε με τόση καταφρόνιαΤρίτο τον Αία βλέποντας ρωτάει ο γέρος πάλι 225 «Κι' αφτός πιος είναι ο Δαναός, ο αψηλός κι' ασίκης, που στο κεφάλι ξεπερνάει τους άλλους και στους ώμουςΤότες τ' απάντησε η Λενιό με το συρτό φουστάνι «Ο γίγας Αίας είναι αφτός, των Αχαιώνε πύργος.