United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας τον έκαναν μοναχοί τους, γιατί και έτσι να τον έκαναν και να νικούσαν, πάλι θα μας άφηναν αυτά τα ίδια μέρη, και θα τους λέγαμε και σπολλάτη. Ο πόλεμος ήταν περιττό ξόδιασμα χρημάτων και ανθρώπων, αν σκοπός του ήτανε να ευκολύνει τους Βουλγάρους να κάνουν τη Μεγάλη Βουλγαρία του Άγιου Στέφανου.

Ο άθρωπος πάντα μιλεί φυσικά. Τώρα θα δήτε τι θα γίνη... γιατί, να το ξέρετε, ο ουρανός να πέση, αφτός ο όμορφος ουρανός της Αθήνας, η δημοτική θα ζήση· μπορεί να μη ζήσουμε μεις· αφτή θα ζήση... το λέγαμε σήμερις και με τον Παλαμά... Λοιπόν, ελάτε τώρα να δήτε τι θα γίνη. Απ' αφτούς τους δασκαλικούς τύπους που λέγαμε, ο λαός παίρνει μερικούς, μα τους ξεχνάει αμέσως.

Θυμάσαι τι λέγαμε στο χωριό; Αυτό θα σου πη κάθε φρόνιμος πατριώτης και δω, αν του ανοίξης ομιλία για τους λαμπρούς αυτούς αμανίτες. «Ας είναι καλά, φίλε μου, αι ατομικαί επιχειρήσεις· ειδεμή η Κυβέρνησις...» — Και τι την έχετε λοιπόν τέτοια Κυβέρνηση; πώς δεν κάμνετε το λαό να σας διαλέγη πιο προκομμένη Κυβέρνηση; — «Χα, χα! θα φωνάξη τότες ο πατριώτης.

Μα κι ο προομηρικός στίχος που λέγαμε, είμαι βέβαιος που πολλή ποίηση δε θα είχε. Ας ελπίζουμε που κι ο Πρόδρομος κατόπι, — σαν το στίχο τούτο ή ας είναι και σαν τα Serments de Stasbourg, — θα γεννήση καμιά ποίηση μεγαλήτερη. Όταν τρέχει ο ποταμός, ο καθένας μπορεί να διή τα νερά του· το δύσκολο είναι να βρη την πηγή του.

Όταν λοιπόν του διάβασε ο Σβάντε δυνατά από το βιβλίο, τονέ ρώτησε η μαμά: — Για ποιόνε λέει το βιβλίο; Κ' επειδή ο Σβεν δεν ήξερε τι ναπαντήση, ξακολούθησε η μαμά: — Για τα μεγάλα αδέρφια σου. Δεν καταλαβαίνει ο Νέννε; Νέννε λέγαμε το Σβεν. Είχε βρει τόνομα μόνος του, γιατί δεν μπορούσε να προφέρη το Σ. — Μα ταδέρφια δεν τα λένε όπως λέει το βιβλίο, δοκίμασε να πη ο Νέννε.

Κ' έπειτα γύριζε ο Σβεν κ' η χαρά είτανε τόσο μεγάλη, ώστε η μαμά έπρεπε ναφίνη τη δουλειά της και να τον παίρνη στην αγκαλιά και να τον φιλή πολλές φορές. Του μικρού Σβεν του είχαμε βγάλει πολλά ονόματα στο σπίτι. Τονέ λέγαμε μικρό αδερφούλη και Νέννε, που το βρήκε μόνος του, και μαϊμουδάκι και χρυσό, όπως μας ερχότανε στο στόμα. Ήξερε όλα τα ονόματά του και ταριθμούσε και καμάρωνε γι' αυτά.

Ξεκίνα εσύ να κάνεις το καθήκον σου κι έπειτα εκείνη θα κάνει το δικό της…» «Τι μπορώ να κάνω, τι περνάει από το χέρι μου; Πιστεύεις ότι εμείς κανονίζουμε τη μοίρα μας; Θυμήσου τι λέγαμε εκεί κάτω, στο κτηματάκι∙ το θυμάσαι; Κι εσύ, εσύ ο ίδιος κανόνισες τη μοίρα σουΈσκυψε και ο Έφις κι έμειναν έτσι, κοντά κοντά, τόσο που ο ένας ένοιωθε τη ζεστασιά από το πλευρό του άλλου.

Λέγαμε και ξαναλέγαμε πάντα τα ίδια. — Όχι! όχι! Μην πης τέτοια λέξη, μην πης πως τον αγαπώ. Δε θέλω να τον αγαπώ, δεν πρέπει να τον αγαπώ. Εσύ έχεις τα λόγο μου· εσένα θα πάρω. Λυπούμαι που διάβασα το γράμμα και ντρέπουμαι τώρα.

Σα να μας άκουγες κι απ' έξω, χαριτωμένο μου Βασιλόπουλο, γιατί βλέπω και χαμογελάς καθώς μπαίνεις. Το ξέρω πως τάμαθες όλ' αυτά που λέγαμε από τους δασκάλους. Μα τώρα δεν είναι ξερά μαθήματα. Είναι ζωντανά παραμύθια τώρα.

Απάντησε, έχω δίκιο;», επανέλαβε ταρακουνώντας τον από τους ώμους. «Θυμάσαι τι λέγαμε στο κτηματάκι; Εγώ το θυμάμαι πάνα και γι’ αυτό λέω στον εαυτό μου: ο Έφις κι εγώ είμαστε δυο δυστυχισμένοι, αλλά είμαστε πραγματικοί άντρες και οι δυο, περισσότερο και από τον θείο Πιέτρο και από τον Μιλέζο, βέβαια!