United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ίστατο σιωπηλή, θεωρούσα ως να είχε κάποιον ενώπιόν της και ηρώτα οδυνηρώς: — Ποιόνε να κλάψω και ποιόνε να μη κλάψω, την Θωμαή, την κόρην μου, ή τον Λαλεμήτρον τον άνδρα της; Ποιόνε να περιμένω, ορφανά μου κλήματα, και ποιόνε να μη περιμένω; Την Θωμαή, την κόρην μου, ή τον Λαλεμήτρον τον άνδρα της; Κ' εκεί που ως λίθινον κατέπινε τον ξηρόν άρτον, αίφνης, ίστατο ακίνητος και ηκροάτο.

Γλιστρά... γυρίζει πίσω, Με λίγο χιόνιτα μαλλιά, με καταχνιάτην όψη. Περνούν η μέραις σα νερό ... Ανέλπιστο λιοβόρι Τη φλόγα του Τεπελενλή τη σβει, τη συνεπέρνει. Πόλεμος πάντα πόλεμος... 'Σ τάρματα μέρα νύχτα ... Τότε για τον Αλήπασα. Τώρα... για ποιόνε τώρα;... · Η μοίρα τον εγλύκαινε με ταγκαλιάσματά της.

Ο Μαθιός τραβήχτηκε μουρμουρίζοντας φοβέρες. Σαν πήγε λίγο μακρύτερα κοντοστάθηκε κ' έβαλε τις φωνές, σαν ντελάλης: — Φταίω γω που σας λυπήθηκα παληοθηλυκά και δε σας τώλεγα καθαρά και ξάστερα. Από ποιόνε περιμένετε γράμματα; Ο γαμπρός σας δεν αδειάζει να σας γράψη... Παντρεύτηκε! Νάταν κι' άλλος. Μια νεκρική σιωπή χύθηκε τριγύρω. Μια φωνή γυναικεία ακούστηκε έπειτα: — Να φας τη γλώσσα σου! Ψεύτη!

« 'Κεί, 'σάν τρελλή που έτρεχα » Έν φάντασμα 'μπροστά μου, » Αρχίνησε με ανθρωπινή, » Και 'σάν εκείνου την φωνή » Να μ' είπη τ' όνομά μου.» « Ανθούλα! μ' είπε, 'σάν τρελλή «'Στήν ερημιά τι τρέχεις; » Ποιόνε ζητάςτην ερημιά; — » — 'Σ εμέ, του λέγω, γνωριμιά » Πούθ' έλαβες; πού θ' έχεις; — »

Αιστάνουμαι πως δε θα λάβω ποτέ καιρό να θρηνήσω όπως ήθελα το μικρό αγόρι μου με ταγγελικά μάτια κι ολομόναχος γονατίζω εμπρός στην κάσα του, εγώ, που δε γνωρίζω μπροστά σε ποιόνε γονατίζω και σε ποιον προσεύχουμαι. Μα όξω στο νεκροταφείο είναι ένα μικρό μνήμα.

ΣΤΡ. Ποιόνε τον Αντζουλή; ΑΣΤ. Για σουκαι να πάτε να τζερκάρεται για να πγιάσεται τον αρβανίτη να μου τόνε φέρτε..μα Γεράσιμέ μου... α πιάν α πιάνο μπα κι ακροτζεριστή και σας σκαπουλάρι . ΑΣΤ. Σ' το καλό Γεράσιμέ μου, μάτια μου — σ' το καλό τζόγια μουεδώ σε θέλω γιαμά. ΑΣΤ. Σ' το καλό, σ' το καλόπαρ και τζη άλλους που σ' ούπα. ΣΤΡ. Ντελέγκ' αφέντη, ούλοι πάμε γιαμά.

Όταν λοιπόν του διάβασε ο Σβάντε δυνατά από το βιβλίο, τονέ ρώτησε η μαμά: — Για ποιόνε λέει το βιβλίο; Κ' επειδή ο Σβεν δεν ήξερε τι ναπαντήση, ξακολούθησε η μαμά: — Για τα μεγάλα αδέρφια σου. Δεν καταλαβαίνει ο Νέννε; Νέννε λέγαμε το Σβεν. Είχε βρει τόνομα μόνος του, γιατί δεν μπορούσε να προφέρη το Σ. — Μα ταδέρφια δεν τα λένε όπως λέει το βιβλίο, δοκίμασε να πη ο Νέννε.

Ο Αγγελής έσκυψε και πήρε ένα λιθάριΦοβιτσιάρης, ε; Εγώ φοβιτσιάρης; Να σου δείξω εσένα, κουτσονούρη, ποιόνε λες φοβιτσιάρη! Και πέταξε την πέτρα κατά το καΐκι. Τα σκυλιά λυσσάξανε, τα πλεμόνια τους βράζανε σαν το νερό που κοχλακάει στη φωτιά κ' οι στριγγλιές τους δεν είχανε τελειωμό. Ο Μιχαληός ο Μακαράς, ο γαμπρός του, κατέβηκε κάτω στο μώλο να τονέ συμμαζέψη.

Για να έχω την ευχαρίστηση να κάνω μια παραπομπή στον ίδιο τον εαυτό μου, οι πόνοι της Εκάβης είναι κατάλληλο μοτίβο για τραγωδία, ακριβώς γιατί η Εκάβη δεν μας είναι καθόλου σχετική. Χώρι' απ' αυτό το νεωτεριστικό γίνεται πάντα παλαιικό. Ο Zola κάθεται για να μας δώση μιαν εικόνα της Δευτέρας Αυτοκρατορίας. Ποιόνε νοιάζει τώρα για τη Δευτέρα Αυτοκρατορία; Είναι παράκαιρο.

Μόλις απήλθεν ούτος μετά των ακολούθων, και ο Μανώλης με τους ιδικούς του ανήλθον εις την οικίαν. — Λοιπόν, κουμπάρε, πώς είμαστε; Ο Μανώλης είχε συνηθίσει ν' αποκαλή κουμπάρους σχεδόν όλους τους συντέκνους των συμπεθέρων του. — Τώρα, κουμπάρε, έδωσα το λόγο μ'. — Σε ποιόνε; — Στο Λάμπρο το Βατούλα . . . Τώρ-δα, τώρ-δα, ό,τι κατέβηκε . . . Δεν ειξεύρατε ναρθήτε μισή ώρα μπροστά;