United States or Palestine ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΑΡΑΜΑΝΑ Με την ευχήν μου, κόρη μου, και την καλήν την ώραν, κ' αι νύκταις 'σαν ταις 'μέραις σου να ήν' ευτυχισμέναις! Οδός εις Βερώναν. ΡΩΜΑΙΟΣ Και πώς; Με μήνυμα γραπτόν την άδειαν ζητούμεν; Ή να πηγαίνωμεν εμπρός χωρίς απολογίαν; ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Δεν είναι πλέον του συρμού η τόση φλυαρία.

Η αγωνία της βάρκας του Πλαντάρη ήτο ορατή από την πολίχνην, ορατή και από τον μεμονωμένον οικίσκον. Η Πλανταρού ήρχισε τότε να μέμφεται πικρώς τον υιόν της διά την τόλμην και την αποκοτιά του. Τι ήθελε, τι γύρευε, τέτοιαις μέραις, να κάμη ταξείδι; Δεν άκουε, ο βαρυκέφαλος, τη μάννα του, τι του έλεγε. Ακόμη τα Φώτα δεν είχαν έλθει. Ο Σταυρός δεν είχε πέσει στο γιαλό.

Του χωρισμού σου την πληγή πώς να τη βγάλω πέρα, Που να με καίγη αρχίνησε σα φλόγα νύχτα ημέρα; Του χωρισμού σου του πικρού το θλιβερό τον πόνο Μέραις θαρρώ πως τον βαστώ, μον δε βαστώ το χρόνο. Του χωρισμού το μέριμνο στο τέλος θα με σώσει, Και τη ζωή για γλήγορα θελά μ' αποσηκόσει. Κι' ο άλυσος κι' η φυλακή μ' εσένα είναι παιγνίδι. Στο χωρισμό σου μ' έφαγε πικρό και μαύρο φίδι.

«Δεν ξέρω τι θα γίνουμεν, αν δεν κάμη ο Θεός κανένα θαύμα να μας βοηθήση. Τα ξύλα όπου ημπορώ να σηκώσω εις τη γέρική μου πλάτη ολιγοστεύουν καθημέραν, και συ αντίς τρεις χρειάζεσαι τόρα πέντε 'μέραις για να πλέξης μια κάλτσα. Η Μηλιά τρώγει 'λίγο, μα αγαπά να μοιράζη ψωμί εις τους πτωχούς και τα πουλιά. Συλλογούμαι τι θα γείνη αφού κλείσουμε τα μάτια.

Καθώς με είδεςτον ύπνο σου Λαλεμήτρο, είπε τότε η Θωμαή. Εγώ σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες άναβα τα κηράκιατην εκκλησίτσα του, και ελιβάνιζα την εικόνα του, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες, σαν να μου έλεγε κάποιος ότι κακό θα πάθης, και ο Μεγαλομάρτυς σου τα έφερνεν εκεί μπροστά σου, τα κηράκι μου και το λιβάνι μου.

Ήναπτε τα κανδήλια του αγίου, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες, όλον το σαρανταήμερον. Ήναπτε κηράκια προ της εικόνος του αγίου, εις το ξύλινον μικρόν μανουάλιον. Ήναπτεν ανθρακιάν εντός θραυσμένης κεράμου, κ' εθυμίαζε τον μικρόν ναΐσκον, σαράντα μέραις και σαράντα νύκτες.

Και αν αυτή επάθαινε τίποτε, Θεός να φυλάη! ποία άλλη θα εκόλλα τον φούρνον, η 'μέραις που έρχονται, τώρα τον Αϊ-Βασίλη κτλ. εις όλην την γειτονιά; Όλον δε το άτομόν της ενεθύμιζε την μητέρα εκείνην των Σαράντα Δράκων του παραμυθιού, ήτις εφούρνιζε με τας παλάμας και &επάνιζε& με τους μαστούς.

Έλα Γιαννούλα, πάρετο· κι' όποτε θέλει ο Μήτρος Να πάρη την Αναστασιά, με δαύτο ας την εγγίξη. .............................................. Είκοσι μέραις πέρασαν, σαν χρόνια για το Μήτρο, Κ' έφτασε τ' Άι-Γιωργιού η γιορτή, το μέγα πανηγύρι, Που χέρι-χέρι νηαίς με νηούς κρατιούνται και χορεύουν. Η αράδα της Αναστασιάς εσύντυχε το Μήτρο.

Με 'λίγες μέραις ύστερα ταράχτηκεν η χώρα, Παγάνα πήραν τα χωριά τον βασιληά ανθρώποι Και δείχνουνε 'ςταίς λιγεραίς ποδιά γεμάτη αστέρια, Καιόποιας πιάση το κορμί, κι' όποια την 'πή δική της, Εκείνη θα την πάρουνε μαζή τους 'ςτό παλάτι. Πέρασαν-πέρασαν χωριά του βασιληά οι ανθρώποι, Δείχνοντας τη χρυσή ποδιά, κι' ούτε κ' ευρέθη κόρη Να της ταιριάζει 'ςτό κορμί και να την 'πή δική της.

Γλιστρά... γυρίζει πίσω, Με λίγο χιόνιτα μαλλιά, με καταχνιάτην όψη. Περνούν η μέραις σα νερό ... Ανέλπιστο λιοβόρι Τη φλόγα του Τεπελενλή τη σβει, τη συνεπέρνει. Πόλεμος πάντα πόλεμος... 'Σ τάρματα μέρα νύχτα ... Τότε για τον Αλήπασα. Τώρα... για ποιόνε τώρα;... · Η μοίρα τον εγλύκαινε με ταγκαλιάσματά της.