United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Για να γελάσουν τους οχτρούς, για να τους παντεχένουν Αμέτρητους, αμέτρητα σπαθιάτους τοίχους στένουν, Και τουφεκίζουν όλοι τους μια εδώ, μια εκεί, μια πέρα, 'Σάν νάχουν τα προχώματα πιασμένα πέρα-πέρα. Με λίγαις 'μέραιςτο γιαλό καράβια 'ξαγναντίζουν, 'Λίγα καράβια Ελληνικά κι' οι Τούρκοι αναμερίζουν. Η θάλασσα είνε ελεύθερη.

ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Αχ! θα σ' αφήσω· η 'μέραις μου, αγαπητή μου, εκλείσαν· η οργανικαίς μου δύναμες σχεδόν εσταματήσαν·του κόσμον τούτου ταις χαραίς, ω φως μου, συ θα ζήσης αγαπημένη, δοξαστή, και ίσως θ' αποκτήσης άνδρα ως εμένα τρυφερόν

« Σε λίγαις 'μέραις 'κίνησα » Με τέσσαρες χιλιάδες, » Καιτου Χαϊδάρη τα βουνά » Όλο μανία φθάνω. » Βάνω σε τάξι τα παιδιά «'Κει, και τη θέσι πιάνω. » Γιατ' έρχονταν ο Κιουταχής . » Μ' όλο Αρβανιτάδες

Θλιμμένοι επλέαμεν εμπρός, μακράν από τον χάρο πρόθυμ', αλλά των ποθητών συντρόφων στερημένοι. καιτην Αιαία φθάσαμε την νήσο, 'που εκατοίκα 135 η Κίρκ' η καλοπλέξουδη, δεινή θεά, φωνούσα, του κακοβούλου αυτάδελφη του Αιήτη• και τους δύο Ήλιος ο κοσμοφωτιστής εγέννησε και η Πέρση, εκείνη, 'που του Ωκεανού πάλ' ήταν θυγατέρα. και αυτούτην άκρη αράξαμε σιγά σιγά το πλοίο 140 μέσα εις λιμέν' ακίνδυνον θεός μας ωδηγούσε. βγήκαμ' αυτού κ' εμείναμε δυο 'μέραις και δυο νύκταις, και την καρδιά μας έτρωγεν η μέριμνα και ο κόπος. αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτη ημέρα έφερε, το κοντάρι μου και το μαχαίρι επήρα, 145 και απ' το καράβι ογλήγορααγνάντιο βγήκ' επάνω, έργα θνητών ίσως ιδώ και την φωνήν ακούσω• ανέβηκα κ' εστάθηκα εις κορυφή πετρώδη, και απ' την ευρύχωρη την γη καπνός μου εφανερώθη, της Κίρκης εις τα μέγαρα, 'ς τα πυκνωμένα δάση. 150 και αμέσως εγώ μέτρησατα βάθη της ψυχής μου, τον μαύρον άμ' είδα καπνόν, να υπάγω εκεί να μάθω. κ' εύρηκα συμφερώτερο να καταιβώ εγώ πρώτατο πλοίο μου, 'ς της θάλασσας την άκρα, και αφού δώσω το γεύμα εις τους συντρόφους μου, να στείλω αυτούς να μάθουν. 155 αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει, των θεών κάποιος τότ' εμέ τον έρμον ελυπήθη, κ' ελάφ' υψηλοκέρατο μεγάλο αυτούτον δρόμο μώστειλε, οπούτον ποταμόν απ' την βοσκή του λόγγου να ποτισθή κατέβαινεν ο ήλιος το 'χε ανάψει. 160 κει, 'πώβγαινε, το κτύπησατο ραχοκόκκαλό του, και απ' τ' άλλο μέρος πέρασε το χάλκινο κοντάρι. χάμου βογγώντας έπεσε, κ' επέταξε η πνοή του• επάτησά το κ' έσυρα το χάλκινο κοντάρι μέσ' από την λαβωματιά, και απόθωσά το χάμου. 165 και αφού γύρωθε ανέσπασα και βούρλα και λυγέρια, κ' έπλεξα όσο μιαν ορυιά σχοινί καλοστριμμένο απ' τα δυο μέρη, κ' έδεσα του τέρατος τα πόδια, το 'φερνα κατατράχηλα, κ' επήγαινατο πλοίο, 'ς τ' ακόντι στηριζόμενος• τέτοιο θεριό μεγάλο 170 να φέρω δεν θα δύνομουντον ώμο μ' ένα χέρι. εμπρόςτο πλοίο το 'ριξα• κ' εσήκωσα τους φίλους, καθέναν πλησιάζοντας με λόγια μελωμένα• «ω φίλοι, αν και περίλυποι, δεν θέλει καταιβούμετον Άδη, πριν έλθη για μας η ώρα του θανάτου. 175 αλλ' όσο βρώσι και πιοτό δεν λείπουντο καράβι, ας θυμηθούμε το φαγί, να μη μας φθείρ' η πείνα».

Τώρα! απήντησε καταπίνων δύο λυγμούς ο Γιωργάκης της Λιμπέριαινας και περνών νέον σπάγγον εις την σακκορράφαν του, δέκα μέραις ύστερα οπού φύγαμε για την Μαρσίλια. Δεν σας τώπα; — Θεός σχωρέστηνε! επανέλαβεν ο Καπότας με την έρρινον πάντοτε φωνήν του· καλή γρηούλα! Και προσέθηκε: — Και τι οργή Θεού, κυρ Γιωργάκη!

Ότι προς τον Ωκεανόν ο Ζευς εχθές επήγετους ευσεβείς Αιθίοπας, διά να τον φιλεύσουν· Και τον συνακολούθησαν όλ' οι θεοί αντάμα· Μετά δε 'μέραις δώδεκατον Όλυμπον γυρίζει· Και τότετα χαλκόπατα βασίλεια του Δία Εγώ πηγαίνω έπειτα· και δα τα γόνατά του Θα πιάσω, και στοχάζομαι πώς θα τον καταπείσω.

Ο Τούρκος εξηκολούθησε: — Δεκαπέντε μέραις επέρασαν, δεκαπέντε μέραις τον εφύλαγα καρτέρι. Ήτανε στον καιρό του πολέμου. Ο Καϋμακάμης του τόπου έκοψε το σιδηρόδρομο του Λουλεβουργάζ, και έδωσε διαταγή να φύγουν προς την πόλι· εγώ δεν εσάλεψα. Μια νύχτ' ακόμη αν περνούσε θα μ' εσκότωναν οι Ρούσσοι. Μα ο Θεός μ' εφύλαξε και μ' έστειλε τον άνθρωπό μου.