United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είμεθα δύο, απήντησεν ο Σωκράτης, και είτε ο ένας είτε ο άλλος θα εύρωμεν τι να ειπούμεν. Αλλ' ας πηγαίνωμεν. Τοιαύτα περίπου ειπόντες, επηγαίναμεν, εξηκολούθησεν ο Αριστόδημος. Ο Σωκράτης εν τούτοις γενόμενος σκεπτικός καθ' οδόν έμενεν οπίσω, όταν δε εστάθηκα διά να τον περιμένω, μου επαράγγειλε να προχωρήσω εμπρός. Έτσι έφθασα εις την οικίαν του Αγάθωνος, όπου ευρήκα την θύραν ανοικτήν.

Και τότε, όσον και αν είναι περιορισμένος διατηρεί πάντα εις την καρδίαν το γλυκύ αίσθημα της ελευθερίας και το ότι δύναται ν' αφήση αυτήν την φυλακήν, όταν θέλη. 26 Μαΐου. Γνωρίζεις προ πολλού τον τρόπον μου, του να ακουμπώ εις κανένα ευχάριστον μέρος να κάμνω τη μικρή μου φωληά, και εκεί με όλον τον περιορισμόν να περνώ. Τοιουτοτρόπως και εδώ ευρήκα πάλιν μίαν γωνίαν, που με εμάγευσε.

Την ημέραν που επήγα να τον αποχαιρετήσω ευρήκα εκεί πολύ κόσμο, αγροφύλακες, δασκάλισσες, ταμπάκηδες, φαναρτζήδες, διάκους, καντηλανάφτες, σκουπιδοξύστες, και αυτόν ακόμη τον μπόγια των σκυλιών. Ο βουλευτής εκρατούσεν ένα κατάστιχο κ' εσημείωνε τα ονόματα και τί ζητούσεν ο καθένας.

Πηγαίνοντας ετοίμαζα το λόγο μου και ανέβηκα δύο-δύο τα σκαλοπάτια να του τον ξεφωνήσω. Ευρήκα το σπήτι άδειο, τα παράθυρα ανοιχτά και μόνον ένα αξυπόλητο στρατιώτη, που εσφουγγάριζε τα πατώματα κ' εμιλούσεν ελληνικά.

Διότι όταν τους εγνώρισα ευρήκα εις αυτούς τόσην άγνοιαν και αμφιβολίαν, ώστε να μου φανούν εν συγκρίσει προς αυτούς πολύ σοφώτεροι εις τον τρόπον του ζην οι απλοί άνθρωποι.

Δεν εφρόντισες καν να μη σε δω. Αλλά γιατί μου τα κάνεις αυτά; Τι κακό μεγάλο ή μικρό σου έκαμα και εις τι σ' επίκρανα; Ποιόν άλλον εκύταξα; Δεν ζω μόνο για σένα; Δεν είνε μεγάλη αμαρτία αυτή, Λυσία, να πικραίνης μια δυστυχισμένη γυναικούλα, που τρελλαίνεται για σένα; Αλλ' υπάρχει θεός, η Αδράστεια, που τα βλέπει αυτά, Ίσως θα με λυπηθής μόνον όταν ακούσης είτε ότι έβαλα θηλειά στο λαιμό μου κ' επνίγηκα, είτε ότι έπεσα στο πηγάδι, ή ευρήκα άλλον τρόπον θανάτου για να μη σου γίνωμαι εμπόδιο και ενόχλησις.

Έλαβα το γράμμα σας, εις το οποίον μου λέγετε ότι τα ιδικά μου θα τα κάμετε φυλλάδιον, αλλά να γράφω εις γλώσσαν πλέον καθαρεύουσαν, και να μη περιπαίζω κανένα, ουδ’ εφημεριδογράφος αν είναι. Δυσάρεστον και σκληρόν πράγμα είναι εις άνθρωπον της ηλικίας μου να μάθη νέαν γλώσσαν και να ξεμάθη να γελά· προς χάριν σας όμως θα προσπαθήσω. Κατά καλήν μου τύχην ευρήκα εις ενός φίλου μου την

Να μεγαλώση, να την βρω 'ςτό ξέφωτο μια μέρα Να της ανοίξω την καρδιά και να τήνε φιλήσω ... Σήμερα που την εύρηκα ναρχέται από τη βρύσι Και της εγύρεψα φιλί 'ςτά μαύρα της τα μάτια, Εκείνη μου τ' αρνήθηκε, και μούπε αλλού να στρέψω, Γιατί την έχ' η μάνα της μικρούλ' αλλού ταμμένη ... Γι' αυτό θα πάρω τα βουνά, θα πάω να γίνω κλέφτης, Κ' εγώ, που την αγάπησα, εγώ θα να την πάρω.

Πλην των άλλων έχουνε και τούτο το αλλόκοτον οι ερωτευμένοι, ότι δεν δύνανται να εννοήσωσιν ούτε ότι ενδέχεται να πεινάσουν, όταν είνε χορτάτοι, ούτε ότι ημπορούν να χορτάσουν όταν είνε πεινασμένοι. Την επιούσαν εκοιμάτο ακόμη, όταν επήγα περί τας ένδεκα εις το γραφείον μου. Κατά την επιστροφήν μου την ευρήκα εις το πιάνο ευδιάθετον και ζωηράν. — Άκουσε, με είπε, τι ωραίον είνε αυτό το γαλόπ.

Πρώτη φροντίς του Ανδρέα ήτο να εύρη τον αδελφόν του Σίμωνα και να αναγγείλη εις αυτόν το μέγα «Εύρηκα». Ωδήγησεν αυτόν εις τον Ιησούν, και ο Ιησούς εμβλέψας προς αυτόν ζωηρώς με το υπέροχον εκείνο όμμα, όπερ εισέδυε μέχρι των μυχιωτέρων σκέψεων, εννοήσας δι' ενός μόνου βλέμματος όλην την αδυναμίαν του χαρακτήρος, αλλά και όλον το έκλαμπρον μεγαλείον του ταπεινού εκείνου αλιέως, είπεν εις αυτόν αποδούς όνομα, βραδύτερον έμελλε να επικυρωθή τόσον πανδήμως: «Συ ει Σίμων, ο υιός Ιωνά· συ κληθήση Κηφάς·» δηλαδή: «Συ είσαι ο Σίμων, ο υιός της π ε ρ ι σ τ ε ρ ά ς· από τούδε και εις το εξής θα είσαι ως ο βράχος εις τον οποίον η περιστερά κτίζει την φωλεάν της». Ο Ιησούς έπαιζε βεβαίως με την λέξιν, αλλά το λογοπαίγνιον ήτο συμβολικόν και βαθύτατον.